Monday, March 10, 2014



Η παρακάτω ρίμα αναφέρετε στη περίοδο των Ορλωφικών 1770 και συγκεκριμένα στην επανάσταση που διεξάχθηκε από τους Σφακιανούς  με αρχηγό τον Ιωάννη Βλάχο ή Δασκαλογιάννη. Το σύνολο των στίχων είναι 1032.
Γράφτηκε 16 χρόνια μετά τα γεγονότα από τον Αναγνώστη Σκορδύλη με την υπαγόρευση του θείου του Παντζελιού.  


Θέ μου, καί δός μου φώτισι, καρδιά ‘σάν τό καζάνη,
νά κάτσω νά συλλογιαστῶ τό Δάσκαλο τό Γιάννη.
Θέ μου, καί δός μου λογισμό καί μπόρεσι, ν’ ἀρχίξω,
τό Δάσκαλο τόν ‘ξακουστό πρικια1 νά τραγουδήξω.
Θέ μου, καί δός μ’ ἀπομονή καί νοῦν εἰς τό κεφάλι,
ν’ ἀναθιβάλλω καί νά εἰπῶ καί τῶν Σφακιῶν τά βάλη.
Ἦτον ὁ μπέης τσή Βλαχιᾶς κ’ ὁ μπέης ‘πού τή Μάνη,
κρυφομιλίες εἴχασι μέ τό Δασκαλογιάννη
απού ‘τόνε ξεχωριστός σέ πλούτη κ’ ἀξιωσύνη,
μέ τήν καρδιά τοῦ τό ‘θέλε τή Κρήτη ‘Ρωμηοσύνη
κάθε Λαμπρή καί Κυριακή ἔβανε τό Καπέλλο,
καί τοῦ Πρωτόπαπα ‘λέγε «τό Μόσκοβο θά φέρω
νά τά συδράμη τά Σφακιά τσοί Τούρκους νά ζυγώξουν,
καί γιά τή Κόκκινη Μηλιά δρόμον νά τῶν ἐδώσουν
μά κ’ ὁποιοί τωνε θέλουσι ‘ς τήν Κρήτη ν’ ἀπομείνουν,
σταυρό νά προσκυνήσουσι καί χρισθιανοί νά γείνουν».
μά ‘λέγε κ’ ὁ Πρωτόπαπας «Δάσκαλε τά λογιάζεις,
θά τά σκλαβώσης τά Σφακιά μ’ αὐτά ‘ποῦ λογαριάζεις
κ’ ἄν ‘αἵ τό μάθ’ ὁ βασιλειᾶς, Τουρκιά θά μάσε φέρη,
νά δίδωμε δοσίματα, ‘σάν κ’ εἰς τά Κάτω μέρη
νά δίδωμε δοσίματα, νά δίδωμε χαράτζια
μή μάσε πέψ’ ὁ βασιλειᾶς χιλιάδες μπαϊράκια
νά δίδωμαι δοσίματα, χαράτζια κάθε χρόνο,
μή μάσε πέψη καί Τουρκιά, νά μάσε ζώση πόνο.
Δάσκαλε Γιάννη, σώπασε, τή Κρήτη μή ξεβγάλης,
τά παλληκάρια τῶν Σφακιῶν εἰς τή φωθιά θά βάλης».
«Σώπαιν’ ἐσύ Πρωτόπαπα μ’ ἀκόμη δέ σού τό ‘πά,
ἐγώ θά ὑπάω τό σταυρόν εἰς τῶν Χανιῶ τή πόρτα,
ἐγώ θά ὑπάω τό σταυρό ‘ς τή πόρτα νά κολλήσω,
καί μέ τσή λεμονόκουπες ὄξω θά τσοί πορίσω.
Δέ δίδω 'γώ δοσίματα, δέ δίδω 'γώ χαράτζια,
κι’ ἄς μᾶς ἐπέψ’ ὁ βασιλειᾶς χιλιάδες μπαϊράκια
ἄς μᾶς ἐπέψ' ὁ βασιλειᾶς ἀσκέρια καί πασάδες,
μά ‘χουσιν ἄντρες τά Σφακιά κ’ ἄξιουσ πολεμιστάδες
ἔχουσιν ἄντρες τά Σφακιά ἄξιους καί παλληκάρια,
οὔλης τσῆ Κρήτης τή Τουρκιά νά τῆνε φᾶν τά ψάρια,
οὔλης τσῆ Κρήτης τή Τουρκιά ‘ς τή θάλασσα νά ρίξουν,
καί λίγους νά τσ' ἀφήσουνε 'ς τσή χῶρες νά γυρίσουν
καί μέ τσοί πρώτους του Μωρηᾶ ἔχομε συφωνίες,
τσοί Τούρκους νά τσοί διώξωμε νά ὑπάσι τσή Χιντίες.
Μέ τσή Βλαχιᾶς τό πρίτζιπα ἔχομε 'μιλημένα,
Τοῦρκο νά μήν ἀφήσωμεν 'ςτό τόπο μᾶς κιανένα
κ’ ὅ Μόσκοβος ὀγλήγορα καράβια θέ νά πέψη,
τσοί δουλωμένους τσοί 'Ρωμηούς μέ μιᾶς νά ξεμιστέψη.
Δείχνει του καί τά γράμματα ποῦ ‘χ’ ἀπού τή 'Ρουσσία,
κ’ ἀπό τό Μπέη τοῦ Μωρηᾶ καί Μπέη τσή Βλαχίας
ποῦ μέσα κεῖ τοῦ λέγασι «Δάσκαλε χαζιρεύγου,
καράβια 'πού τή Μοσκοβιά κ' ἀσκέρια θά κατέβου,
καί 'σάν ἀκούσης πόλεμο σέ τοῦτα δά τά μέρη,
νά ξεκινήσης τό εὐτύς μέ οὖλο σου τ' ἀσκέρι.
Τά παλληκάρια τῷ Σφακιῶ ‘ς τσοί Τούρκους νά μολάρης,
νά μή τωνε χωστή πεζός μουιδέ καί καβαλλάρης
καί τή Τουρκιά οὖλοι μαζύ νά τῆνε πολεμοῦμε,
'λεύτερη τή πατρίδα μᾶς ὀγλήγορα νά ἰδοῦμε».
«Ἄκουσες δά, Πρωτόπαπα, τά πράμματα πῶς ‘πάσι,
οὔλ' οἵ ‘Ρωμηοί θά σηκωθοῦν καί τή Τουοκιά θά φάσι
μά θέ νά περιμένωμε γιά νά χαζιρευτούσι,
τά κάτεργα τοῦ Μόσκοβου κάτω νά καταιβούσι.
Καί τές χαρά 'ς τσοί Σφακιανούς εἰς τόν καιρόν ἐτοῦτο,
γιατί θά 'λευτερώσουσι τή Κρητ' ἀπό τό Τοῦρκο»·
ἐτότες κ’ ὁ Πρωτόπαπας κουνεῖ τή κεφαλή του,
συλλογιασμένος 'βρίσκεται πολλά θωρ' ἤ ψυχή του.
«Δάσκαλε Γιάννη, λέει του, ἔλα ‘ς τό λοϊσμό σου,
οὔλης τσῆ Κρήτης τό λαό θά πάρης 'ς τό λαιμό σου.
καί θέ νά βάλης τά Σφακιά, ἐκεῖ 'πού δέ χωρούσι,
οὔλ' οἵ πασάδες κ’ ἡ Τουρκιά ἐπά θά μαζωχτούσι.
κ’ ὥστε νά 'ρθούν τά κάτεργα κ' ὅ Μόσκοβος νά φτάξη,
δέ θά 'χη σπίτι Σφακιανός εἰς τά Σφακιά νά κάτση,
τά παλληκάρια τῷ Σφακιῶ θέ νά 'λιγολαΐσουν,
καί χῆρες κ’ ὀρφανά παιδιά ὀπίσω τῶν θ' ἄφησου.
τά παλληκάρια τῷ Σφακιῶ ἄδικα θά χαθούσι,
καί τά Σφακι' ἀνωφέλευτα θά ὑπᾶ νά σκλαβωθούσι».
Καί παίρνει τό μπινίσι του, πάει ‘ς τή ἐκκλησιά του,
γιά νά διαβάση τό 'σπερνό, ταχυά τή λειτουργιά του.
καί παίρνει τό μπινίσι τοῦ πάει ‘ς τή ἐκκλησία,
παράκλησι γιά τσοί 'Ρωμηούς κάνη 'ς τήν Παναγία.
Μά ‘ρθασι πάλι γράμματα καί τοῦ Δασκαλογιάννη,
πῶς ἐσηκώθηκ' ἡ Βλαχιά, κ’ ἡ 'Ρούμελη κ’ ἡ Μάνη
πῶς τόν Μωρηά Μοσκόβικες ἁρμάδες τριγυρίζου,
κ' εἰς τή στερηά σιμώνουσι, τά κάστρα φοβερίζου
κ’ εἰς τά νησιά πηγαίνουσι, τριγύρου σολατζάρου,
κ’ οὖλα τά κάστρα τῶν Τουρκῶν 'γλήγορα θέ νά πάρου.
Καθίζει, γράφει γράμματα μέ μπένα καί μελάνη,
νά μαζωχτοῦν οἱ γέροντες κ' οὔλ' οἱ μεγαλουσιάνοι·
γράφει σέ οὖλα τά Σφακιά, γιά νά πρεμαζωχτούσι,
νά τῶνε δείξη γράμματα κ’ ἀπηλογιά νά ‘πούσι, 86/1032
νά τῶνε δείξη γράμματα ‘ποῦ 'ρθασιν ἀπό ‘πάνω,
κ’ εἰς τό Μωρηά ‘σηκώσασι πόλεμο τοῦ Σουλτάνο.
Μαζώνουνται κ’ oι γέροντες κ’ οὔλ’ oι μεγαλουσιάνοι,
κ’ ἄπ' ἤς ἐμαζωχτήκασι, γυρίζει καί τῶν κάνει·
«ἄρχοντες νά γροικήσετε τό βιαστικό χαμπέρι,
ἐπλάκωσεν ὁ Μόσκοβος εἰς τοῦ Μωρηᾶ τά μέρη.
ἀπό καιρό σᾶς τό 'λεγα γιά νά χαζιρευτοῦμε,
τή Κρήτη τή πατρίδα μᾶς 'λεύτερη νά τή 'δούμε».
Κ’ ὄντιμως ὁ Πρωτόπαπας εἶχε 'λιγάκι γνῶσι,
κ’ ἐγύρισε καί λέει του «νά μήν ἤθελε σώση.
γιατ' ἀπό χρόνους ἡ Τουρκιά 'λίγ' ἀφορμή τή θέλει,
νά 'βγή νά κάμη τά Σφακιά ἐδέτσ’ ἀπού τά θέλει».
Μά 'κείνος βάγνει τή γραφή 'πού τοῦ 'ρθεν ἀπό 'πάνω,
πῶς ἐσηκώσανοι 'Ρωμηοί πόλεμο τοῦ Σουλτάνο.
καί βγάνει καί τά γράμματα 'ποῦ 'χεν ἀπού τή Μάνη
πῶς ἐκαταῖβ' ὁ Μόσκοβος κάτ’ ἀπού τό ποτάμι,
κ’ ἐφτάξαν τά καράβια τοῦ κ’ ἐπιάσα τά Μπουγάζια,
κ' ἄλλα 'ρθασιν εἰς τό Μωρηά γιά νά φυλάγουν βάρδια.
κ' ἄπ' ἤς τῶν τ’ ἀποδιάβασεν ὁ Δάσκαλος, 'ρωτά τσοί,
νά εἰποῦν κ’ αὐτοί τή γνώμη τῶν κ' ἴντα βουλή νά πιάση.
Κ’ ἐκεῖν’ ἀποκριθήκασι, πῶς θέ νά τ’ ἀκλουθούσι,
τσή 'Ρωμησύνης τόν ὀχθρό οὖλοι νά πολεμούσι.
«Δάσκαλε Γιάννη, σπούδαζε, καί κάμ’ ὅτι σ' ἀρέσει,
πριχοῦ σηκώσ' ὁ βασιλειᾶς Τουρκιά νά μάσε πέψη,
μά ‘μεῖς χαζίρικ' εἴμεσταν ‘ς τόν πόλεμο νά 'μπούμε,
τή Κρήτ’ ἀπού τά βάσανα 'λεύτερη νά τή δοῦμε.
'Ἅρματα δέ μᾶς λείπουνται καί μονετζιά 'ναι πλήθια,
τή Παναγία θά 'χωμε καί τό Χριστό βοήθεια». 114/1032
Λέει τωνε κ’ ὁ Δάσκαλος «εὐτύς ν' ὄρδινιαστουσι,
καί νά μονομεριάσουσι κάτω νά καταιβούσι,
ν’ ἀρχιξουσι τό πόλεμο, γιατ’ ὁ καιρός σπουδάζει,
κ’ ὁ Μόσκοβος τό 'πάτησε τσή Πόλις τό μπουγάζι».
Πιάνει, βουλλόνει μία γραφή, πέμπει τή τοῦ Σουλτάνο,
γιά νά σηκώση τή Τουρκιά ἀπού τή Κρήτ’ ἀπάνω,
γῆ νά σηκώση τή Τουρκιά ἀπού τά τρία κάστρη,
γῆ θά τοῦ κάμη πόλεμο κ’ οὖλα θά τά χαλάση.
Μά ἔμαθε τό κ' ὁ πασάς, ἄπ' ὤριζε τσή χῶρες:
πῶς 'ς τά Σφακιά 'σηκώσασι σαντζάκια καί παπιόρες.
‘Σ τό 'Ρέθεμνος κ’ εἰς τά Χανιά τό μουκαρέμι φτάνει,
καί πέμπει καί τοῦ βασιλειά 'ς τήν Πόλι τό φερμάνι·
Νά ζῆς, ἀφέντη βασιλειά, καί πές μου πῶς νά διάξω,
γῆ νά τά’ ἀφήσω τά Σφακιά, γῆ οὖλα νά τά κάψω;
γιατ' ἔξεμυιγιαστηκασι νά πάρουν ἴσια κάτω,
κ’ οὔλη τή Κρήτη 'γλήγορα θά κάμουν ἄνω κάτω.
Πόλεμον ἐσηκώσανε τσοί Τούρκους νά ζυγώξου,
σταυρό νά προσκυνήσουσι γῆ οὔλους νά τσοί σκοτώσου.
Πόλεμον ἐσηκώσασι κεφάλι τσ' ἀφεδιᾶς σου,
νά παρουσι τσοί τόπους σου, νά διώξου τά παιδιά σου.
καί καθ' ἡμέρα βιαστικά μας πέμπουσι μαντάτα,
νά φύγωμεν ὀγλήγορα, νά 'φήσωμε τά κάστρα,
νά τῶν ἐπαραιτήσωμε κλειδιά καί τοπανάδες,
νά ὑπᾶμε νά μισέψωμεν ἀσκέρια καί πασάδες.
Μά γράφει τοῦ κ' ὁ βασιλειᾶς ἀνήμενε 'λιγάκι,
καί ἄς τσοί κ’ ἄς ἐσηκώσανε πόλεμο καί σαντζάκι. 140/1032
 Στέκα καί 'μίλησέ τωνε νά ἰδῆς τήν ἀφορμήν τῶν,
μήν ἐκουζουλαθήκασι νά φᾶν τή κεφαλήν τῶν ;
πάλι κ’ ἄν δέ σ' ἀκούσουσι νά κάτσουν εἰς τά αὐγά τῶν,
νά ‘βγής μέ οὔλη τή Τουρκιά νά κάψης τά χωριά τῶν.
νά μάθουν πῶς στή περνουσι τοῦ βασιλειά τσή χῶρες,
γιατί πολλ' ἀνακεφαλιά τῶν ἔρχετ' ὧρες ὧρες.
Μά τήν ἡμέρα τά’ Ἀπριλιοῦ, ὡς τό κολατσιδάκι,
οἱ Σφακιανοί ἐστέξασι ‘ς τή Κράπη τό σαντζάκι.
τή συβουλή τοῦ βασιλειά δέν στέκουν ν’ ἀνημένου,
μονομερίς σηκώνουνται 'ς τό Κατωμέρη μπαίνου.
τσοί Τούρκους διαγουμίζουσι 'ς τά κάστρα κουβαλιοῦνται,
κ’ ὄσ’ ἀπομεῖνα ‘ς τά χωριά εἰς τά κονάκια κλειοῦνται.
κ’ ὅσοι τῶν ἐχεντζώσασι καί μούρην ἐγυρίσα,
‘σαν λούπιδε ἐπέσασι καί τσ' ἐξετζαμπαδίσα·
ἐδιαγουμίσα τά χωριά καί κάνου κελεπίρια,
παίρνουσι βούγια καί σφακτά, καί ροῦχα καί μπακίρια.
ἐπά τσ' ἀγάδες πολεμοῦ κ' ἐκεῖ τσοί κηνυγούσι,
'σάν τά κοπάδια λαλητούς ‘ς τσή χῶρες τσοί λαλούσι.
Μά 'φτάξα καί τά γράμματα τοῦ Δάσκαλου τοῦ Γιάννη,
τήν ὥρα 'πού ἠτ' ὁ βασιλειᾶς ἀπάνω 'ς τό ντιβάνι
κ’ ὡς τά 'κουσε 'ξαγρίγεψε, τά γένεια τοῦ τανύζει,
ἁρμάδες νά κυνήσουσιν ἀμέσως διορίζει,
κ' ἀσκέρια νά χαζιρευτού νά καταιβού 'ς τή Κρήτη,
νά 'βγού νά κάψου τά Σφακιά, νᾶν μή ἀφήσου σπίτι.
Πέντε ντελίνια ξεκινού καί τέσσαρες φριγάδες,
καί φορτωμένα μονετσιά, ἀσκέρια καί πασάδες.
166/1032
μά 'σέρνασι κ’ ἀλόγατα ‘π’ ἐκάνα τό γιουρούσι,
τοῦ Μεσιργιοῦ, τοῦ Τζεντεριοῦ, καί τοῦ Ταραμπουλούσι
καί παραγγέρνει τοῦ πασᾶ ἀποῦ ἦτο σερασκέρης
«οὔλους τσοί πρώτους τῷ Σφακιῶ δεμένους νά μοῦ φέρης
νά μοῦ τσοί πιάσης ζωντανούς, κιανένα μή σκοτώσης,
‘μπιστάγκωνα κ' ὀρμαθιαστούς ἐπά νά τσ’ ἀποσώσης.
καί δεύτερό μου βασιλειά θά σ’ ἔχω 'ς τό ντιβάνι,
ἄν καί μοῦ φέρης ζωνταντό τό Δάσκαλο τό Γιάννη,
νά τόν ἰδῶ 'ς τό πρόσωπο, 'ς τό μπόϊ κ’ ὀμορφιά του,
γιατί πολλά μου τό 'παινούν περίσσια τ' ὄνομά του.
Καί τά καράβια ξεκινού, δέν στέκουσι μίαν ὥρα,
φτάνουσ' ἀπόξω 'ς τό λουτρό κ' εἰς τῷ Σφακιῶ τή χώρα.
καί βλέπουν τά κ’ oι Σφακιανοί 'που ἠσα 'ς τά γυρογιάλια,
καί φεύγουσιν ἡ φαμελιές καί πιάνουν τά φαράγγια.
Μά 'γραψε πάλ' ὁ βασιλειᾶς καί τοῦ πασᾶ 'ς τό Κάστρο,
νά 'βγη κ’ αὐτός εἰς τά Σφακιά μ' οὖλόν του τό φουσάτο.
‘γλήγορ’ ἀπάνω ‘ς τά Σφακιά τά’ ἀσκέρι νά τό βάλλη,
νά μή ἀφῆσ’ ὀπίσω του πέτραν ἀπάνω ‘ς ἄλλη.
Πορίζουσ’ ἀπού τά Χνιά σαράντα μπαϊράκια,
νά ὑπάσι νά τά κάψουσι τοῦ Γιάννη τά κονάκια.
ἠβγήκασι κ’ οἱ Καστρινοί, βγαίνουν κ’ οἱ ‘Ρεθεμιῶτες,
καί ‘σμίξασι ‘ς τοῦ Μπαπαλῆ ‘πού ‘ρχουντα κ’ οἱ Χανιῶτες.
ἐπερμαζώχτηκ’ ἡ Τουρκιά ‘ς τοῦ Μπαπαλῆ τό χάνι,
‘πάνω ‘ς τή Κράπ’ οἱ Σφακιανοί μέ τό Δασκαλογιάννη.
καί τά καράβια ‘ς τό Λουτρό ἀπό ‘ξῶ σολατζάρου,
νά ‘βγῆ τσή Κρήτης ἡ τουρκιά κ’ αὐτά νά ξεβαρκάρου.
μά ‘πιασ’ ἀνεμοστρόφυλος κ’ ἀνεμική μεγάλη,
καί φεύγουσ’ ἀπού τά Σφακιά νά ὑπᾶ νά ‘βροῦν λιμάνι. 194/1032
καί φεύγουσ’ ἀπού τά Σφακιά κ’ ὑπάσιν εἰς τή Σούδα,
τά’ ἀσκέρια ‘ξεβαρκάρουσι, τά μονετσιά καί οὖλα.
Καί Τρίτη ‘μέρα ξεκινού κάτ’ ἀπού τσή Καλύβες
τσή Βρύσες ἀποσώσασι πεζοί καί ἀτιλῆδες.
Κ’ οὔλη τσή Κρήτης ἡ Τουρκιά ἐκεῖ μονομεριούσι,
καί διπλοχαζιρεύγουνται εἰς τά Σφακιά νά ‘βγούσι.
Πέντε πασάδες κάθουνται εἰς τά Κεφαλοβρύσια,
‘πάνω ‘ς τή Κράπ’ οἱ Σφακιανοί χτίζουσι μιτιρίσια.
Πέντε πασάδες κάθουνται καί κάνουσι κουσοῦλτο,
πῶς νά τά πάρου τά Σφακιᾶ ‘ποῦ δέ γνωρίζου Τοῦρκο.
Πῶς νά τά πάρου τά Σφακιᾶ ‘π’ ἀκόμη δέν τά ‘πῆρα,
χαράτζι δέν πληρόνουσι, βεργί δέν τῶν ἐδίδα.
κ’ ἐδά ‘σηκῶσα πόλεμο τσοί Τούρκους νά σκοτώσου,
τά κάστρα νά τῶν παρουσι γῆ οὔλους νά τσοί σκοτώσου.
Μαυρίζουσι τά ‘ληόφυτα καί οὖλα τά χωράφια,
ἀπού τό μύθος τσή Τουρκιᾶς κ’ ἀποῦ τά μπαϊράκια.
ἡ Βρύσες γυρωτρίγυρα μαυρίζουν 'σάν τά δάση,
κ’ ἀπό τρεῖς τόπους ξεκινοῦν εἰς τά Σφακιά νά ὑπάσι.
εἰς τή Κεφάλα βγαίνουσι ἀπού 'ναι τό ‘ληδάκι,
κ’ οἱ πασαλῆδες φτάνουσι, ‘ς τό Πύργο τ' Ἀληδάκη.
κ’ οὖλο τά’ ἀσκέρ’ ἐφώνιαζεν ἐτότες τό ἰζάνι.
γιατί θά βγοῦν νά πολεμοῦ τό Δάσκαλο τό Γιάννη.
Καί κάνουν πρῶτο πόλεμον εἰς τό σελί τσή Κράπης,
πέφτουσι Τοῦρκοι ἀρίφνητοι κ’ ὁ μέγας Τζιτζαράπης,
πέφτου καί δέκα Σφακιανοί, πολλοί κ’ ἐλαβωθήκα,
κ’ εἰς τά Σωμάρια 'βγήκασι κ’ ἐτοποθετηθήκα· 220/1032
καί ξανακάνου πόλεμο, κ' οἱ Τούρκ' εἶν' ἀποκάτω,
κ’ ἐσκοτωθήκαν ἑκατό εἰς τοῦ Κατρέ τόν πάτο.
(κ’ ἀπού τά Σφακιανόπουλα κιανεῖς δέν ἐσκοτώθη,
μόνο ‘νά ν’Ἰμπριωτόπουλο ‘λιγάκιν ἐλαβώθη),
κ’ ἀπό τοῦ Δέσκου τά κορμιά ἐφράξασι τό πόρο,
μά πέφτουσι καί Σφακιανοί εἰκοσιδυό 'ς τό τόπο.
κ’ ἀπού τσή Κοπελιᾶς τ’ ἀρμί, τά’ Ἀζιλακιᾶ τή στράτα,
ἐπέσασι σαράντα τρεῖς, ὥστε νά 'βγούσι τά’ ἄστρα.
μά ἡ Τουρκιά ἤτονε πολλή, ἀμέτρητες χιλιάδες,
ἀσκέρια, ‘ντόπια, ξενικά, γιανίτζαροι πασάδες.
Καί μέ τά ‘ξημερώματα ἐπῆραν ἴσια 'πάνω,
οὔλη τσή Κρήτης ἤ Τουρκιά, τ’ ἀσκέρια τοῦ Σουλτάνο,
ἄλλοι τοῦ Δέσκου βγαίνουσι κ’ ἄλλ’ ἀποῦ τό Σιμάλι,
κ’ ἀπού τό Δοκαρόπορο κ' ἀπού τή Στάζον ἄλλοι.
Καί πού νά τσοί βαστάξουσι τά ‘λίγα παλληκάρια,
κ’ ἄς ἔχου πόδια 'σάν φτερά, δύναμι 'σά λιοντάρια.
ἀφήκαν τσοί γιά δέν 'μπορού 'πίσω νά τσοί γυρίσου,
ἐσκαπουλήσα τσή κορφές καί θέ νά τσοί τυλίξου.
'ς τσ' εἴκοσι πέντε τ' Ἀπριλιοῦ, πριχοῦ σηκώσ' ἡμέρα,
μπαίνουν οἱ Τοῦρκοι 'ς τά Σφακιά μέ τό σπαθί 'ς τή χέρα.
Ἡ’ μπῆκα 'ς τό ξυλόδεμα κ’ ἁπάν’ ἀπό τοῦ Δέσκου,
κ' οὖλο τ’ Ἀσκύφου πιάνουσι, τήν Ἴμβρο κ’ τ’ Ἀσφέντου
στράτες γεμίζουν καί κορφές, καί λάκκοι καί κεφάλια,
ἀγόρια πού τό 'ρπίζετε νά 'ρθετε 'ς ἔθοια χάλια !
Μά κ’ ὅπου ‘προπατήξασι παντοῦ τσοί κουτελώνου,
καί σκοτωμένους 'ς τά βουνά ἐπά κ’ ἐκεῖ πετρώνου.
Πολύν καιρόν ἐθάφτασι καί τά μιαρά κ’ ἡ σκάρες
εἰς τσή παποῦρες κ’ εἰς τάρμια νά ὑπάη τσή Μαδάρες,
‘ς τήν Ἄμπελο ‘ς τοῦ Λαχανά, Ξερόκαμπο Κουβάτζια,
 τσή ν’ Ἴμπρος τά παρόλαγγα 'ς τά Γούργουθα 'ς τά Φράτζια.
πόλεμον  απαντήξασι, τοίχους και μιτιρίσια,
μά ποῦ νά τσοί κρατήξουσιν ἀπού ἤσα ‘σά μερμήγγια;
Κεντού τ' ἀγόρια καί περνού τσοί Βουβαδοβρασκάδες
κακό πολύ τό 'πάθετε καϋμένες Κωμητάδες.
Σαββάτο 'μέρα 'φτάξασιν εἰς τῷ Σφακιῶ τή χώρα,
'π' ἤ γής κ' ὁ κόσμος ἔτρεμεν ἀπού τά μοιρολόγια.
ἤ μιά 'κλαιγε τόν ἄντρα τσή κ’ ἤ γιάλλη τόν ὑγιόν τσή,
κ’ ἤ γιάλλη τόν ἀφέντη τσή κ’ ἄλλη τόν ἀδερφόν τσή,
τό Μεσοχώρι, καίουσι, καίσι καί τοῦ Γεωργίτζη,
τό Θόλο, τόν Ὀμπρός Γιαλό, καί δέν ἀφίνουν σπίτι,
ἐκάψα τόν Ὀμπρός Γιαλό κάτω τσοί μαγαντζέδες,
'ποῦ 'κατεβαίνα οἱ γιάρχοντες κ’ ἐκάνα τσ' ἐγλεντζέδες            262/1032


τσoi μαγαντζέδες ἔκαψαν, καίσι καί τά’ ἀργαστήρια,
πώπηαινασιν οἵ νεϊκοί κ’ ἐπαῖζα τά παιγνίδια.
‘Σ τόν Πόρον ἤτ’ ὁ Δάσκαλος, γράφει νά μαζωχτούσι,
κ’ ὅσο τό 'γληγορήτερο 'ς τά Κρούσια νά 'βρεθούσι,
καί νά μονομεριάσουσι δίχως κιανένα πράμμα,
οἱ Τοῦρκοι τσ' ἐσκορπίσασι, φύλλα φτερά τσ' ἐκάμα.
φύλλα φτερά τσ' ἐκάμασι, κ’ ἐχάσα τά νερά τῶν,
κ' εἰς τά βουνά 'χτυπήσασι νά κρύψου τά παιδιά τῶν.
Πέντε σαῆδες τρέχουσι, τά γράμματα βαστούσι,
οὖλοι ‘ς τά Κρούσια νά ‘βρεθού γιά νά συβουλευτούσι,
κ' ἐκ' ἐπρεμαζωχτήκασι, μά Σφακιαν’ ἤσα μόνο,
κ' ἐθάρρειες κ’ ἤσαν ἄγγελοι εἰς τοῦ Θεοῦ τό θρόνο,
'ς τή μέση στέκ' ὁ Δάσκαλος ζωσμένος τό σπαθί του,
κ’ ἐφόρειε τό μπουρνουζόν τοῦ κ' ἔλαμπε τό κορμί του.
Λέει «Μᾶς ἔγραψ’ ὁ πασάς νά ὑπᾶ νά τόν ἰδοῦμε,
τ' ἅρματα νά τοῦ δώσωμε, καί φίλοι νά γενοῦμε.
Κ’ ἐγώ θά ὑπάω μοναχός νά τόν προϋπαντήσω,
κ’ ἄν ‘αἵ μ’ ἀφήση ζωντανόν, ὀπίσω θά γυρίσω.
μ' ἅ δέν μ’ ἀφήση νάρθω μπλειό νά φέρω τά χαμπάρια
οὖλοι νά φουργιαρέψετε 'ς τά δάση, 'ς τά σπηλιάρια,
εἰς τσή μαδάρες τῷ Σφακιῶ νά κλαῖτε τό 'νομά μου,
κ’ ἀφίνω κ' εἰς τά χέρια σᾶς σήμερο τά παιδιά μου,
κ’ ἀφίνω σᾶς παραγγελιά πάλι γιά τ' ὄνομά μου,
νά τῆνε συλλογιάζεστε τή δόλια φαμελιά μου».
Καί τότες ἀποκρίθηκε καί ὁ Μπουνατογιάννης,

«Δάσκαλ' ἴντα 'ναι τά 'μιλείς κ’ αὐτά π’ ἀναθιβάννεις 288/1032
ἄv 'αἵ καταίης ‘ς τοῦ πασᾶ νά τόνε προσκυνήσης,
ἐγώ δέν τό πιστεύω πλειό, πῶς θά ξαναγυρίσης,
κ’ ἐμεῖς ἐσηκωθήκαμε Τούρκους νά πολεμοῦμε,
κ’ ὄϊ νά προσκυνήσωμε νά ὑπᾶ νά σκλαβωθοῦμε.
γιατί σάν προσκυνήσωμε καί πάρουν τ’ ἅρματά μας,
μουιδέ ζωή θά 'ρίζομαι, μουιδέ καί τά παιδιά μας.
ἀλλοίμονο 'ς τά χάλια μας καί τ’ ἀποδόματά μας,
χάνομε τήν ὑπολειψι κ’ οὔλη τήν ἀνθρωπιά μας.
Καί τό 'νομά 'ναι ξακουστό 'ς οὔλη τήν οἰκουμένη,
πῶς 'ς τά Σφακιά παντοτεινά βγαίνουν οἱ ἀντρειωμένοι
κ’ ἀκόμη κ' ὄντεν ἤσανε 'ς τή Κρήτ' οἱ Βενετζιάνοι,
κιανεῖς δέν εἶπε 'ς τά Σφακιά κατοικηριό νά κάνη. 300
μόνο 'ς τή χώρα τῷ Σφακιῶ ἀπῶναι τό καστέλι,
ἤρθ' ἕνας μ' ἄλλους δέκα τρεῖς, καί δίχως νά τό θέλη.
γιατί τήν Κρήτην εἴχασι πρῶτον οἱ Βενετζιάνοι,
καί τσ' ἐπεμπεν ὁπού ἤθελε κ’ ὅ,τι ἤθελε νά κάνη,
καί τσ' ἔπεψε γιά νά 'ρθουσι καστράκι γιά νά χτίσου,
δοσίματα νά παρουσι κ’ ἐπά νά κατοικήσου.

κ’ ὄντιμας δέν τσ’ ἀφήκασι πολύ καιρόν νά κάμου,
εἰς τά Σφακιά τσ’ ἀλλόφυλους κατοικηριό νά κάμου.
'ς τό Σκύδη, εἰς τόν Ἤλεγγα ἀπού 'ναι τό σκαλάκι,
ἐκ' ἴδια τσ' ἐσκοτώσασι τσοί Βενετούς οἱ Βλάχοι,
οἱ Βλάχοι κ' οἱ Σκορδύληδες, κ’ ἄλλ’ ἀπού τσοί Μωρηάνους,
αὐτοῖνοι τσ’ ἐσκοτώσασιν ἐκεῖ τσοί Βενετζάνους.
Καί τότε 'βλαστημήξασι κιανεῖς νά μή ξανάρθη,
νά κατοικήση ‘ς τά Σφακιά, τά ἴδια νά μή πάθη·                    314/1032
κ’ ἦτο μεγάλος βασιλειᾶς αὐτός ὁ Βενετζάνος,
μά δέν ἕξαναπατησαν εἰς τά Σφακιά Ἀντζιγγάνος.
καί γιά ἴντα ‘μεῖς οἵ σημερνοί ἔτσι νά φοβηθοῦμε,
τσοί Τούρκους νά τρομάξωμε νά ὑπᾶ νά σκλαβωθοῦμε;
Ἐγώ Πασά δέν προσκυνῶ, Σουλτάνο δέν γνωρίζω,
κ’ εἷς τσή μαδάρες τῷ Σφακιῶ θά ὑπάω νά γυρίζω,
κ' ἀκόμη κ’ ὅποιος μ' ἀκλουθά ἀδέρφια νά γενοῦμε,
νά πολεμοῦμε τήν Τουρκιά, ὅσο καιρό κ’ ἄν ζιοῦμε»
καί τότες ἀποκρίθηκε κ' ὁ Δασκαλομανοῦσος,
λέει κ' ὁ Βολουδόπολος καί ὁ Παπαμανοῦσος.
«Εἰς τήν κορφή τσή Σβουριχτῆς καλλιᾶ νά κατοικοῦ
παρά νά δώσωμ' ἅρματα, Τούρκους νά προσκυνοῦμε,
παρά νά δώσωμ' ἅρματα χαράτσι τοῦ Σουλτάνο,
καλλιά νά ξεκληρίσωμε 'ς τό κόσμο τόν ἀπάνω».
Καί λέει κ' ὁ Μανούσακας μέ τό Πατερογεώργη,
«ούλοι θά φουργιαρέψωμεν, εις τά βουνά ‘ς τά όρη.
είς τά φαράγγια, 'ς τά βουνά, κ’ οι νταύκοι κατοικιά μα
παρά νά τα σκλαβώσωμε σήμερον τά παιδιά μας.
μαζύ νά μας θερίσουνε κ’ ή πείνα και τό χιόνι,
γή τό μαχαίρι των Τουρκών ή μπάλλες, τό κανόνι».
Κ’ ούλοι μέ μιά φωνιάζουσι μαζύ θά πολεμούμε,
καλλιά μας ν' αποθάνωμε παρά νά σκλαβωθούμε.
γυρίζει κ’ ο Πρωτόπαπας έχετε την ευκή μου,
«Τούρκο νά μη γνωρίσωμε κ' εμένα ‘ν’ η βουλή μου».
Σ’ αυτή την ώρα βλέπουσι τόν Γεώργη τό Σκορδύλη,
κ’ εβάστα κ' εις τό χέρι του τό κόκκινο μαντύλι,
κ’ είχε και 'ς τό σακκούλι του γράμματα μέ μελάνη,
'πού του 'δωκεν ο πρίτζιπας άπ' ώριζε την Μάνη·              342/1032
 ἐτότες πρεμαζώνουνται οὖλα τά παλληκάρια,
ν’ ἀκούσουσι τά γράμματα ‘ς τά Κροῦσα ‘ς τά πηγάδια.
«Δάσκαλε Γιάνν’, ἐχάθηκες, δίχως κιανένα πράμμα,
ἄν 'αἵ κ’ ὑπᾶς εἰς τοῦ πασᾶ», τοῦ λέσιν εἰς τό γράμμα.

«Δάσκαλε Γιάνν’, ἐχάθηκες ἄν πᾶς νά προσκυνήσης,
καί 'ς τά βουνά τσοί Σφακιανούς ἔρημους θά τσ' ἀφήσης»·
τότε φωνιάζ' ὁ Δάσκαλος νά καταιβού κ’ οἱ γιάλλοι,
‘ς τό λάκκο νά πρεμαζωχτοῦν οὖλοι μιτσοί μεγάλοι.

ν' ἀκούσουν τήν παράκλησι καί τές νά σηκωθούσι,
νά ὑπάσιν εἷς τό φάραγγα τσοί Τούρκους νά κρατούσι.
Πέμπει καί γράμματα παντοῦ νά 'ρθουν οἵ γιαντρειωμένοι,
‘πού τσή κορφές ἐπά κ’ ἐκεῖ ἤσαν διασκορπισμένοι.
Ἐλάστε σεῖς Γιαλιθιανοί καί σεῖς οἱ γί Ἀγορίτες,
καί σεῖς οἵ μέσα χωριανοί, καί σεῖς οἱ Ἀνωπολίτες.

οὖλα νά παραιτήσετε πάμματα καί κουράδια,
κ' ἐλάστε γιά νά σμίξωμε 'ς τά Κρούσια 'ς τά Πηγάδια
Ἴντα τά θέλομεν ἐμεῖς τά πράμματα καί πλούτη,
ἄν ‘αἵ καί δέ νικήσωμε καί τή βολάν ἐτούτη ;
Θωρῆτε οὖλο τό λαό τσή Κρήτης πῶς περνούσι,
ἀπού ‘ναί μέ τσ' Ἀγαρηνούς μαζύ τωνε καί ζιούσι.

ἐδέτσι θά τή πάθωμε κ’ ἐμεῖς ἀπού τό Τοῦρκο,
ἄν 'αἵ καί δέ νικήσωμε 'ς τόν πόλεμον ἐτοῦτο.

λέει καί τοῦ Πρωτόπαπα γιά νά τσοί πρεμαζώξη,
καί νά 'βρεθού 'ς τό φάραγγα πριχοῦ νά ‘ξημερώση.
Γράμματα πέμπου τοῦ Πασᾶ μέ τσοί μαντατοφόρους,
πῶς θά τόν ἀνημένουσι 'ς τοῦ Φάραγγα τσοί πόρους,
πῶς, ὥστε ν' ἀναπνέουσι καί νά χτυπᾶ ἡ καρδιά τῶν
εἰς ἐντροπήν τῶν τό 'χουσι νά δώσου τ’ ἅρματα τῶν.
Κ’ αὐτόνος ‘πού τά ‘γύρεψε 'σάν ἔναι παλληκάρι,               371/1062
ἀπού τή μπούκα δίδουν τά κ' ἄς 'πάη νά τά πάρη.
Μά κ’ ὁ σαής 'ς τ' ἀστήθι τοῦ τό 'στέρεψε τό γράμμα,
γιά νά τό 'πάη τοῦ Πασᾶ δίχως κιανένα πράμμα.
Κάτω ‘ς τή χώρα τῷ Σφακιῶ 'ς τοῦ Γιαλεροῦ τό σπίτι,
ἐπῆγε ντρέτα 'ς τοῦ Πασᾶ 'σάν τό καλό κανίσκι.
Καί 'κείνος τόν ἐρώτησε, δέν στέκει ν' ἀνημένη,
'σάν πόσοι νά ‘ν’ οἱ Σφακιανοί 'ς τά Κρούσια μαζωμένοι;
Λέει του δέν τά 'μέτρησα οὖλα τά παλληκάρια,
'σά δυό χιλιάδες 'βρίστουνται ‘ς τά Κρούσια ‘ς τά πηγάδια.
Γιά 'πέ μου, πάλι τόν 'ρωτά, ἐσύ 'ποῦ 'σαι κοντά μου,
θά ‘ρθού νά προσκυνήσουσι γῆ πόλεμο θά κάμου;
Δέν μοῦ εἴπανε γιά νά σού εἰπῶ, ἄν ‘αἵ καί μέ ‘ρωτήξης,
μά σου 'φερα τά γράμματα, καί πιάσε νά τ’ ἀνοίξης.
κ’ ἄν ‘αἵ καί θέλης γιά νά ἰδῆς, ἴντα σκοπό βαστούσι,
τά γράμματα τῶν διάβασε, κ' ἐκεῖνα θά σού ‘πούσι.
Προστάζ’ ἀμέσως ὁ πασάς κόβγου τή κεφαλήν του,
κ’ εἰς τό γιαλό τήν ἐπετά μαζύ μέ τό κορμίν του.
καί τ’ ἀσκεργιού τ’ ἐφώνιαξε γιά νά χαζιρευτούσι.
‘ς τό κάμπο ‘ς τήν Ἀνώπολι νύχτα θέ νά ‘βρεθούσι.
Φωνιάζει καί τοῦ μετρητή τ' ἀσκέρι νά μετρήση,
νά ἰδῆ πόσοι τοῦ λείπουσι, καιτές νά ξεκινήση.
καί φέρνουν τοῦ τό μέτρημα, λείπουσι τρεῖς χιλιάδες,
τρακόσιοι καβαλλάριδες καί γιανιτζαραγάδες.
Κ’ ὅλους τσοί πρώτους τό γιαμιᾶς ἑμάζωξε ντιβάνι,
καί τ’ ἀσκεριοῦ τ’ ἐφώνιαζεν ἐδᾶ θά βγάλη νάμι,
εἰς τς’ Ἄσες εἰς τό ‘σώχωρο, ‘ς τόν Πρίνον ἀπό κάτω, 397/1032
ἐξημερώθηκ’ ὁ πασάς μ’ οὖλο τοῦ τό φουσάτο.
‘ς τή μούρη 'ς τό περιχειλο ἐστέξαν τά κανόνια,
‘ς τό Δρακολάκι 'ς τό νερόν ἠβγαίνασιν τά βόλια,
‘ς τ’ ἀπάνω Πόρου τή κορφή ἐστέξαν τσή μπουρπάδες
‘ς τό Μεσημέρι 'ς τά γρεμνά ἠβγαίνασιν ἤ μπάλες.
Μά ἐδιαλάλησ' ὁ πασάς 'ς οὖλό του τό φουσάτο,
ὅποιος ἐκεῖνος εὑρεθῆ νά ‘μπῆ ‘ς τό Πόρο κάτω,
καί νά μοῦ φέρη σήμερο τό Σφακιανό σαντζάκι,
θέ νά ‘ναί ὁ καβάζης μου, πρῶτος εἰς τό κονάκι.
Καί πόλεμον ἀρχιξασι ‘ποῦ τό ταχύ ὡς τό βράδι,
καί κάνουσι κ’ οὐληνυχτίς μέ τ’ ἄστρα 'ς τό σκοτάδι.
Καί πάλι καί τή ταχυνῆ πόλεμον οὔλη ‘μέρα,
κ’ ὄντιμας δέν ἐφτάξασι γιά νά περάσουν πέρα.
Μά ἤ γιάλλη τή βαθειάν αὐγή μήν εἶχε ‘ξημερώση,
κ’ ὁ ἥλιος ὁ παντοτεινός μήν ἤβγαινε νά δώση !
Τσή τρίτης ‘μέρας τήν κακήν ὥραν ὁπού δηγάστε,
κ’ ὄσ’ εἶστε 'ς τήν Ἀράδενα πάντα θά τή θυμάστε.
Κάτ’ ἀπού τά Λιβανιανά οἱ Τούρκ' ἀπογυρίζου,
κ’ ἠβγαίνουσ’ ἀπού τό Πλακιά καί τό Στερνί πορίζου
‘ς τοῦ Διωματάρη τό σελλί πέμπου τό μιραλάη.
Κ’ ἐπέρασεν τό Φάραγγα, 'ς τό 'Ρωδακίνι πάει.
Κ’ ὁ Δάσκαλος ἐστέκετο κάτω ‘ς τό μοναστήρι,
‘ς τόν ἅγιον Ἀρχιστράτηγο, 'πού 'ναι τό πατητήρι. 420/1032
'ς τό δῶμα τοῦ μοναστηριοῦ εἶχε τό μπαϊράκι,
κ’ ἐβάσταν τό ‘ς τή χέραν τοῦ τό Σηφοδασκαλάκη.
«Φύγε, μπαϊραχτάρη μου, καί σεῖς οἱ Καπετάνοι,
γιατί μᾶς ἐτυλλίξασιν οἱ σκύλ' οἱ Μουσουλμάνοι».
Καί τότε 'σηκωθήκασι καί βάνουν τά 'ς τά πόδια,
κ’ ἐπέφτανε 'σάν τήν βροχήν ἤ μπάλες καί τά βόλια.
'ς τό πλάι 'ς τήν Ἀράδενα, 'που ‘ν’ ὁ μεγάλος πεῦκος,
ἔπεσ’ ὁ Μπουρμπαχοστρατής κ' ὁ Διγενής ὁ Πέτρος.
εἰκοσιέξε Σφακιανοί καί γεῖς Μαυροβουνιώτης,
πέφτουν ὄντε τσ' ἐσπάσασι στραθιώτης καί στραθιώτης.
κ’ ἄν δέν ἐσποῦσα τό γιαμιᾶς ἤθελα τσοί τυλλίξου,
καί μέσα 'ς τήν Ἀράδενα ἕνα νά μήν ἀφήσου.
Τό κολατσιόν ἐσπάσασι, τό μεσημέρ’ ἐφύγα,
κ’ ἀργά ‘βρεθῆκα οἱ ζωντανοί εἰς τό Τσουνί τοῦ 'Ρηγα.
‘Σ τοῦ Θοδωρῆ 'πό κατωθειό, 'που λέν 'ς τό Μεσημέρι,
ἐκλαίγασιν οἱ Σφακιανοί γιά τό κακό χαμπέρι,
κ’ οἱ Toύρκοι ‘ς τήν Ἀνώπολι τά 'παίζα τά παιγνίδια,
κάτω ‘ς τό Φραγγοκάστελλο τά ‘στέξα τά τσαντίρια.
οὖλα τά σπίθια καίουσι τ’ ἀμπέλια ξερριζώνου,
καί κόβουσι καί τσή μουρνιές τσ’ ἐληές τσή ξεπατώνου.
Κεντούσι τήν Ἄραδενα καί 'πάν ‘ς τόν Ἄϊ-Γιάννη,
προβαίν’ ἤ Ξανθομάλλινη καί τά μαλλιά τσή βγάνει,
κλαίει τσή θυγατέρες τσή, περίσσια τή μεγάλη,
‘πού προξενειό τσ’ ἐμπέψασι νά πάρουν καί τήν ἄλλη.
«Μαρία μ’ ἀπού σ’ εἶχα ‘γῶ ‘ς τό μέλι μαθημένη,
κ’ ἐδά σου δίδουν τά σκυλιά τή σφάκα ζυμωμένη. 446/1032
Μαρία μ’ ἀπού σ' εἶχα 'γώ μέ τά χρυσά καλίκια,
κ' ἐδά σέ σέρνου τά σκυλιά ‘ς τσή πέτρες 'ς τά χαλίκια».
Κλαίσι γυναῖκες καί παιδιά, οὖλοι μιτσοί μεγάλοι,
κλαίει κ' ὁ πρῶτος τῶν Σφακιῶν ὁ Δάσκαλος ὁ Γιάννης,
κλαίει πῶς ἐσκλαβώβηκαν ἤ δυό του θυγατέρες,
πολύ κακόν ἐγένετο ἐκεῖνες δά τσ' ἡμέρες !
Πιάνουν οἱ Τοῦρκοι τσή Γιαλιές, 'πάν τήν ἁγιά-‘Ρωμέλη,
καί φεύγουσιν ἡ φαμελιές, βγαίνουν τό Λινοσέλλι.
Κάνου νά 'μπούσι τό λαγγό τσή Σαμαριᾶς τόν πάτο,
‘ς τσή πόρτες ἀπαντήξασι τό Γιάννη τό Μπουνάτο,
καί κάνει τωνε πόλεμο κ’ ὀπίσω τσοί κωλώνει,
τήν Ἐλυγιά 'περάσασι κ’ ἀκόμη τσοί ζυγώνει.
Μ’ ἄλλ’ ἀπού τό Ξυλοσκάλο ἠμπήκαν ἴσια κάτω,
κ' ὅσες ηὐρήκα φαμελιές τσή κάνουν ἄνω κάτω.
'λίγ' ἤσ' 'πω φυλάγασι κ' ἑξάφνου τσ' ἐπλακώσα,
καί μόνο 'ς τό Νερούτζικο φτάνου καί τσ' ἐστυλώσα.
γιατ' ἤσα ξέγν' οἱ Σφακιανοί, πῶς ἀπό 'κεί δέν 'μπαίνου,
‘λίγ’ ἤσαν οἱ βαρειόμοιροι καί ποῦ νά πρωτοπηαίνου ;
καί ‘σάν τό 'μάθα ‘ξαφνικά πῶς παίρνου τά παιδιά τῶν
ἀπού τό γλάκ' ὁ ἵδρωτας τρέχει 'ς τά γόνατα τῶν.
δρομαχισμένοι τρέχουσι μήπως καί τά γλυτώσου,
γῆ ν’ ἀναγκάσου τήν Τουρκιά νά ἤθελε τά σκοτώσου.
καλλιά νά τά σκοτώσουσι παρά νά σκλαβωθούσι,
καί ν' ἀλλαξοπιστήσουσι καί Τοῦρκοι νά γενούσι. 470/1032
Φτάνουν τσοί 'ς τό Ξυλοσκάλο, πόλεμον τῶν ἐκάνου,
μά γιά τά γυναικόπαιδα κιανένα δέν προφτάνου.
Τούρκους σκοτώνουσιν πολλούς καί πιάνουσι καί σκλάβους,
καί τέσσαρ' ἀγαδόπουλα ἀπου τσοί γιανιτζάρους,
σκοτόνουνται καί Σφακιανοί ὀκτώ καί παλληκάρια,
’πωμπαίναν εἰς τόν πόλεμον σάν τ’ ἄγρια λειοντάρια.
Τσοί σκλάβους ἀπώπιασασι τσ' ἀλλάξασι μέ σκλάβες,
κ’ ἐξεσκλαβώσα δεκατρεῖς κοπέλες καί μανάδες.
κ' οὔλους τσοί Τούρκους διώχνουσι 'πού τ’ ὁμαλοῦ τά μέρη,
κυνηγητοί τσ' ἐχύσασι κάτω 'ς τά Κατωμέρη.
καί δέν ἀποφασίσασι νά ξαναβγού Χανιῶτες,
νά ἠμπούσι 'ς τό Ξυλύσκαλο, μουιδέ καί Σελινιῶτες.
Καί οἱ πασάδες κάθουνται κ' εἶναι τσαντιρωμένοι,
κάτω ‘ς τό Φραγγοκάστελο 'ς τόν κάμπον ἁπλωμένοι.
καί οὔλη 'μέρα 'ς τά βουνά κ’ ὅπου 'μπορούν πηγαίνου,
καί καθ’ ἀργά γιαέρνουσι κ’ εἰς τά τσαντίρια μένου.
Καί μία βολά 'που τσή πολλές ἐπιάσα τσ’ ἀμμουδάρες,
τσοί Σφακιανούς ἐκάμασι ἀγρίμια 'ς τσή μαδάρες.
‘Πάνω ‘ς τοῦ Κάστρου τή κορφή τό βράδυν ἀποσώνου,
καί μιτιρίσια χτίζουσιν ἐκεῖ καί τσαντιρώνου.
μά δέν εἶδαν ἀναπαψι κ’ οὖλοι ξετρουμισμένοι,
τήν ταχυνῆ σηκώνουνται μισοξεπαγιασμένοι,
κ' ἀνωκατίζουσι τ’ ἀρμιά κάτω νά καταιβούσι,
κ’οἱ Σφακιανοί τσοί κυνηγοῦ καί ζωντανούς τσ’ ἀρπούσι.
Οἱ Σφακιανοί τσοί κυνηγοῦ καί χύνουν τσή τή Νιάτο,
κ’ ἄλλους ἀπού τοῦ Κουταλά ἐκάμαν ἴσια κάτω.
ἀπού τόν ‘Ρουβλαλήμονα τσή Μέλισσας τή πλάκα,
οἱ Τοῦρκοι ξενερίζουσι,κ’ ὅποιος ἠμπόρει’ ἐγλάκα. 498/1032
Τοῦρκοι σαράντα τέσσερις καί Σφακιανοί 'σαν ἔξε
τσοί Τούρκους ἐζυγώνασι κ' ὑπῆγαν τσ’ ὡς τσοί Δέτες. 500
Καί νά ξαναξωμείνουσι πλειό δέν ἀποφασίσα,
νά χτίσου τοίχους τσή κορφές νά κάμου μιτιρίσια.
μόν' ἀπού τά τσαντίρια τῶν τήν ταχυνῆ μισεύγου,
καί οὔλ', Ἀγόρια καί Γιαλιές μονομερίς γυρεύγου,
μά 'βγαίνασι κ' οἱ Σφακιανοί μέσ’ ἀπού τσ' ἀμμουδάρες,
κ’ ἐπιάνουντα ‘ς τόν πόλεμο εἰς τσή ριζομαδάρες.
'ς τοῦ Σκοῦντζο κ' εἰς τή Τρικουκιά, 'ς τή Κόρδα καί ‘ς τή Νιάτο.
Πόλεμο τῶν ἐκάνουσι καί τσοί γυρίζουν κάτω.
‘ς τά Γούργουθα καί εἰς τσ’ Ἀργιέ, κ’ οὔλη τή ρίζα πέρα,
Τοῦρκο νά μήν σκοτώσουσι δέ τῶν ἐπέρνα ‘μέρα.
συχνά τσ’ ἐκουτελώνασι κ’ ὀπίσω τσ' ἐκωλώνα,
‘ς τά τζούγκρα κ’ εἰς τά χάλαρα πολλούς ἐμπερδουκλώνα.
‘μπροσκάδες τῶν ἐκάνασι καί ζωντανούς τσ' ἀρποῦσα,
καί κάθα ‘μέρα ‘πά κ’ ἐκεῖ Τούρκους ἐκαταλυοῦσα.
Μά μία πατούλια διαλεχτή ἄντρες Καλλολακκιῶτες,
μαζύ μέ τό Μανούσακα κ’ ἔσερνε καί ν' Ἰμπριῶτες.
ἐκεῖ 'ς τή στράτα τοῦ Μουριοῦ 'που ὑπάει ‘ς τά Σκαφίδια,
ἐκόψασι μιά κομματέ κ’ εἴχασι καί παιγνίδια.
‘ς τό πλάϊν ἀποπανωθειό 'που λέν 'ς τό Νεροσέλλι,
οἱ Τοῦρκοι δέν ἐκάτεχαν ἴντα ‘ναί ‘πού τῶν μέλλει.
‘ς τό δάσος τσ' ἐτυλίξασι κ' ἀρποῦνται χέρια χέρια,
μά ἤσαν κ’ οἱ Τοῦρκοι ἀδυνατοί κ’ εἴχασι καί μαχαίρια. 522/1032

κ’ ἐσέρνασι κ’ ἀλόγατα κ’ αὐτά χιλιμιντρίζουν,
καί 'σάν θεριά 'ς τσοί Σφακιανούς ἀπάνω γιουρουντίζουν
κ’ ἄπ’ ἤς ἐσκότωσ' ὁ Μπρασί 'νιούς ἄσπρου καβαλλάρη,
τ’ ἄλογο τόν ἐζύγωνε, γυρεύγει νά τόν φάη.
εἰς ἕνα πρίνο ‘χώστηκεν ἐκεῖ καί τρυγυρίζει,
ὄφκαιρα τ' ἀσημάρματα καί πού νά τά γεμίζη.
καί σιάζει τοῦ μιά κοπανέ μέ τή σκουλομαχαίρα,
τή κεφαλή τοῦ 'μοίρασε καί πάει πέρα πέρα.
Μά ‘πιάστει κ’ ὁ Μανούσακας 'ς τόν πόλεμον ἐκεῖνο,
μέ μιά Τουρκάλα, 'που ἤτονε θερειό 'σάν ἕνα πρίνο,
καί παίζει τσή μία μαχαιρέ, 'βρίστει τήν εἰς τή μέση,
καί δυό κομμάθια 'γείνηκε πριχοῦ 'ς τή γῆ νά πέση.
Κ’ οὖλοι Στρατίκοι, Πατακοί, Σκορδύλοι, κ' ὅσοι ἄλλοι,
ἀπού τσοί Τούρκους δυό καί τρεῖς κάνου δίχως κεφάλι.
οὔλους τσ’ ἐσυγυρίσασι 'ς τσοί πρίνους ἀπό κάτω,
μά 'κεῖ 'σκοτώθην κ’ ὁ Ξηρᾶς ‘ς τή κούρτα 'ς τό μιτάτο.
τσή Μέσα Νιάτος τό σελλί κ’ εἰς τοῦ Καταστρωμένου,
oι Τοῦρκοι μιά ταϋτερινή συναυγωπά προβαίνου,
κ' ἀρποῦνται μέ τσοί Πάτερους καί μ' ἄλλους Ἀγορίτες,
κ’ ἐπέσασι πενήτα δυό ‘ς τσοί νταύκους κ’ εἰς τσή τρύπες.
Πότες 'ς τή Νιάτο πηαίνουσι, πότε 'ς τοῦ Σκοῦντζο βγαίνου,
καί πότε 'ς τήν Ἀγκαθοπή, 'ς τή Βίγλαν ἀνασέρνου.
εἰς τά Σκαφίδια 'βρίσκουνται, 'ς τοῦ Διωματάρη φτάνου,
κ’ ὅπου κ’ ἄν τύχου Σφακιανοί πόλεμο τῶνε κάνου. 546/1032
κ’ ἄν δέ τῶν κάνουν πόλεμο, θά ἠμποῦν εἰς τσ’ ἀμμουδάρες
νά ὑπᾶ νά τσοί μαζώξουσιν οὔλους γυναῖκες κ’ ἄντρες.
Ἐδέτσι παραδέρνουσι κ’ ὅλο 'λιγολαούσι,
Τούρκους χιλιάδες ἑκατό μονάχοι πολεμούσι.
Μά 'γραψε πάλιν ὁ πασάς εἰς τό Δασκαλογιάννη,
λόγια πολύ λυπητερά μέ πράσινο μελάνι.
«Δάσκαλε Γιάννη τῷ Σφακιῶ, ἔλα νά μ’ ἀνταμώστης,
καί τά πουλιά 'π' ἀγρίγεψες νά ἰδῆς, ἄν τά ‘μερώσης,
Δάσκαλε Γιάννη, Δάσκαλε, ἐμένα νά γροικήσης,
τά παλληκάρια τῷ Σφακιῶ οὖλα θά τ' ἀφανίσης.
Ποῦ εἴν’ ὁ Μπέης τοῦ Μωρηᾶ, κ’ ὁ Μπέης 'πού τή Μάνη,
ἀπού σᾶς ἐγελάσανε αὐτοῖν’ oι Μοσκοβάνοι;
ὁ Βλάχος ἔναι ‘ς τή Βλαχιά, τήν ἔπαθ' ὁ Μανιάτης,
καί ἤ 'Ρουσσία κάθετε ‘ς τά μέρη τά δικά της.
Ὀγλήγορα νά καταιβής νά μήν ἀργοπορήσης,΄
καί τά Σφακι’ ἀνωφέλευτα μή τ’ ἀποξεκληρίσης
'ς τά γράμματά μου πίστεψε, ‘ς ὅτι κ’ ἄν 'ναί σού εἰπούσι,
ν' ἀφήσης πάλι 'ς τά Σφακιά ἄντρες νά κατοικούσι.
‘Σάν ἔρθης νά ‘μιλήσωμε, κ’ ἐπά ν' ἀνταμωθοῦμε,
οὖλα θέ νά συμπαθηστού καί φίλοι θά γενοῦμε».
Καί βάνει καί τόν ἀδερφό τοῦ Δάσκαλου τοῦ Γιάννη,
'ποῦ σκλάβον τόν ἐπιάσανε κ’ αὐτόν οἱ Μουσουλμάνοι,
γιά νά τοῦ γράψη μιά γραφή, νά τόνε συβουλέψη,
εἰς τοῦ πασᾶ νά καταιβῆ, μαζύ του νά φιλέψη.
μή σιοξεβγάλη τά Σφακιά, πού ἠπῆρε 'ς τόν λαιμόν του
κ’ ἄν δέ τ’ ἀκούση 'γλήγορα κρίμα μιστό δικόν του.
Γράφει κ’ ἐκεῖνος μιά γραφή, πέπει τήν τ’ ἀδερφοῦ του,
(τό σελαμέτ' ἐγύρευγεν ὁ δόλιος τ’ ἀπατοῦ του). 574/1032
νά μήν ἀργήση, λέει του, εἰς τοῦ πασᾶ νά φτάξη,
(καί ‘σά δέν ἐφοβούτονε μήν ἤθελε τό γράψη).
νά μήν ἀργήση 'ς τοῦ πασᾶ νά ὑπάη δίχως ἄλλο,
ποῦ θά τόν κάμη πρίτζιπα καί ντερεϊλή μεγάλο.
μά 'ς τή γραφή 'ποκατωθειό κάνει τρία σημάδια,
νά μήν ὑπάη 'ς τοῦ πασᾶ τοῦ τά 'λεγαν καθάρια,
τά τρία Μ. τοῦ 'λέγασιν ἄν 'πά νά προσκυνήση,
εἰς τά Σφακι' ἄλλη μία βολά δέ θά ξαναπατήση.
Πᾶν τοῦ Δασκάλου τή γραφή πιάνει καί τή διαβάζει,
τά ‘μμάθια τοῦ δακρίζουσι καί βαρειαναστενάζει.
—«Ἐγώ θά ὑπάω ‘ς τοῦ πασᾶ, μαγάρι νά μέ πνίξη,
μή σιοξεβγάλη τά Σφακιά κ’ οὖλα νά τ’ ἀφανίση.
κ’ αὐτάνα ‘π’ ἀπομείνασι νά πάρω ‘ς τό λαιμό μου,
καλλιά νά μέ κρεμάσουσι, τό θέλει κ’ ὁ Θεός μου.
ὁ ποθαμμός μου ‘ς τά Σφακιά πολύ καλό θά φέρη,
γιατ’ ὁ χειμώνας ἔρχεται πάει τό καλοκαίρι.
‘ς τά χιόνια 'πάνω οἱ Σφακιανοί οὖλοι νά μή χαθούσι,
γιατί θέ νά ‘ρθῆ καί καιρός νά μάσε δικηωθούσι.
ἐλάστε παλληκάρια μου ἐπά νά φιληθοῦμε,
κ’ ἡ γιάδικ’ ὥρα ‘πλάκωσε πού θέ νά χωριστοῦμε,
ἐλάστε, ὄσ' ἀπομείνετε νά σᾶς ἐπαραγγείλλω,
τοῦ Τούρκου μή πιστεύγετε ἄν κάνη καί τό φίλο,
καί σεῖς παιδιά κ’ 'γγόνια σας, ὀχθρούς τσοί Μουσουλμάνους,
‘σά πάντα κ’ οἱ κυροῦδες σᾶς τσή Κρήτης τσοί τυράννους.
ὥστε νά στέκου τά Σφακιά καί Σφακιανοί νά ζιούσι,
τσοί Τούρκους νά τσοί μάχουνται κ’ νά τσοί πολεμούσι.
εἰς τσή μαδάρες οὖλοι σας σταθήτ' ὅσο 'μπορείτε,
τά χιόνια νά πετρώσουσι καιτές νά καταιβητε. 602/1032
Ποῦ θέ νά φύγη κ’ ἤ Τουρκιά 'ς τσή χῶρες γιά νά ὑπάη;
νά μείνουσι καί Σφακιανοί, οὔλους νά μή τσοί φάη».
Καί τότες ὅ Πρωτόπαπας κ’ ἄλλοι πολλοί του λέσι,
τά 'σωθικά τωνε πονοῦ τά ‘μμάθια τωνε κλαίσι.
«Δάσκαλε Γιάννη, τῷ Σφακιῶ, καί 'μείς θά σ' ἀκλουθοῦμε,
γιά νά σέ συντροφιάζωμε νά σέ παρηγοροῦμε.
Κ’ ἄν ‘αἵ καί δέ σ' ἀφήσουσιν, ὀπίσω γιά νά 'ρθούμε,
μαζύ σου ν' ἀποθάνωμε μαζύ σου νά πνίγουμε».    610
«Κάτσετε σεῖς Πρωτόπαπα, καί χρεία ‘ναί μεγάλη
νά ἰδῆτ’ ἴντα θ’ ἀπογενῆ καί τῷ Σφακιῶ τό χάλι.
Μά γιά νά μ’ ὠφελήσετε καθόλου δέ 'μπορείτε,
καί μόνο 'που θέ νά 'ρθετε μαζύ μου νά χαθῆτε».
«Ἔμεις μαζύ σου θά 'ρθωμε νά πηαίνωμεν ἀντάμι,
καί ὁ πασάς εἰς τά Σφακιά ἴντ’ ἄλλο θέ νά κάμη ;
ἐρρήμαξε κ' ἐσκλάβωσε, καί ἐχόρτασ' ἡ καρδιά του,
‘σά πάμ' ἐμεῖς θά σηκωθῆ, νά ὑπάη 'ς τή δουλειά του».
Μά λέει κ’ ὁ Μανούσακας. «κάμετ' ὡς ἀγαπᾶτε.
ἐγώ δέ τό θωρῶ καλό εἰς τοῦ πασᾶ νά ὑπάτε.
ἐγώ κ' ὁ Βωλουδόπολος, ὁ Χοῦρδος καί οἵ γιάλλοι,
δέ προσκυνοῦμε 'μεις πασά καί βασιλειά κεφάλι.
Εἰς τά φαράγγια 'ς τά γρεμνά θά 'πά νά κατοικοῦμε,
κ’ ὥστε νά στέκη ἕνας μας Τούρκους θά πολεμοῦμε.
‘ς τή Σβουριχτή θά κατσωμέ, ‘πάνω ‘ς τό Λινοσέλλι,
κ' ἄς μάσε κάμη ὁ Θεός κ' ἡ χάρι τ' ὅτι θέλει».
Λέει τωνε κ' ὁ Δάσκαλος μέ ‘μμάθια δακρυσμένα,
«πιστέψετε 'ς τή χάρι τοῦ ἀδέρφια 'μπιστεμμένα,
οὖλοι γυναῖκες καί παιδιά ἀπάνω 'ς τσή μαδάρες,
ὥστε ν' ἀφήσου τά Σφακιά oι γιάπιστοι μπουρμάδες,
κ' ὀρπίζω πῶς ὀγλήγορα, 'σάν πᾶμε νά μᾶς 'δούσι,
ζήσωμε γῆ 'ποθάνωμε, θέ νά ξεκουμπιστούσι. 632/1032
Κ’ ἀποκειας ἐσηκώθηκε καί ‘πάει 'ς τά παιδιά του,
νά παραγγείλλη καί νά εἰπῆ τ’ ἀπομισέμματά του.
λέει «γυναίκα μ' ἀκριβῆ, καί 'μπιστικό μου 'ταίρι,
μέ γνῶσι καί μέ φρόνεψιν, ἄκουσε τό χαμπέρι.
ἐγώ θά ὑπάω ‘ς τοῦ πασᾶ, μαζύ του νά 'μιλήσω,
καί δέν κατέχω καί γοργῶ, ἄν 'αἵ γυρίσ' ὀπίσω.
Ἔχε τήν ἔγνοια τῶν παιδιῶ, 'σάν εἶσαι μαθημένη,
καί νά τά συλλογιάζεσαι 'ξύπνου καί κοιμισμένη.
Πάντα μαζύ μέ τσ’ ἐδικούς, 'ξαδέρφους καί μπαρπάδες,
μέ τσ' ἀδερφούς καί τσ' ἀνηψιούς, ‘π’ ἀφήκαν οἱ γιαγάδες.
Κ’ ὀρπίζω πώς μέ τό πασά, κ' ἐγώ θέ νά φιλέψω,
κ' ἐκείνους 'πωσκλαβώθηχαν γιά νά τσοί ξεμπερδέψω.
τά θάρρη μας εἰς τό Θεό, νά τόν παρακαλοῦμε,
νά ξαναϊδοῦμεν ὅσους ζιοῦν, κ’ οὖλοι ν’ ἀνταμωθοῦμε.
Ἐλάστε ‘ς τήν ἀγκάλη μου, παιδιά, νά σᾶς φιλήσω,
καί φρόνιμα νά κάνετε, ὥστε 'που νά γυρίσω.
ν' ἀκούετε τσή μάνας σᾶς κ' ἐπά τῶν ἐδικῶ σας,
καί τήν εὐκή μου νά ‘χετε, καί τό Θεό βουηθό σας.
Καί σεῖς οἱ φίλοι κ’ ἐδικοί, ἀδέρφια Σφακιανοί μου,
ἀκούσετε νά σᾶς εἰπῶ κ’ ἐγώ τή συβουλή μου.
τοῦ Τοῦρκο μή θαρρεύγεστε ὅσα κ' ἄν 'αἵ σᾶς τάσση,
μέ ψώματα θά πολεμᾶ οὔλους σας νά γελάση.
μακρειά τοῦ Τοῦρκο φεύγετε κιανεῖς μήν τοῦ σιμώνη,
ὥστε νά ἰδοῦμ' ἡ μοίρα μας τά μᾶς φυλάγει ἀκόμη».
Κ’ ὡς ἄνοιξε τά χείλη του γιά ν' ἀποχαιρετίξη,
ἐτρέχασιν τά 'μμάθια του 'σάν τό νερό ‘ς τή βρύσι.
μ’ ἀπήτις ἐξεκίνησε κ’ ἐπῆρεν ἴσια κάτω,
ἐτότε κ’ ἡ γυναίκα τοῦ τόν ἐμοιρολογάτο. 660/1032
«Μισεύγεις, Δάσκαλε Γιαννιό, κ’ ἴντα μου παραγγένεις ;
θωρῶ τό καί κατέχω τό, πῶς δέ ξαναγιαγιέρνεις.
‘Ως πότε νά σέ καρτερῶ, πότε νά σ’ ἀνημένω,
νά 'χω τή πόρταν ἀνοιχτή καί τό τεψί στρωμένο;»
«Ἀπού τό Κάστρο νά 'ρθῶ 'γώ θ’ ἀργήσ’ ὅπως κ’ ἄν διάξω,
μά 'σάν γιαγείρω τό γιαμιᾶς τά σπίθιά μας θά σιάξω.
Νά κάτσης 'σάν ἀρχόντισσα, ὡς ἤσου μαθημένη,
νά 'χης τή πόρτα σ' ἀνοιχτή, τή τάβλα σου στρωμένη,
τά μοιρολόγια σώπασε ἔλα 'ς τό λοϊσμό σου,
μά ζωντανό τόνε θωρεῖς ἀκόμη τό Γιαννιό σου».
Μά βουρκωμένος προπατεῖ καί πάει ν’ ἀλαργάρη,
μέσα ἤ καρδιά τοῦ 'σκλίβωσε κ’ ἄς ἦτο παλληκάρι.
κ' ὄντεν ἐπέρνα ‘ς τό χωριό, τά 'μμάθιά τ' ἐδακρύζα,
ἀπώβλεπε τά σπίθια τοῦ ἀκόμη κ' ἐκαπνίζα.
Βαρειά βαρειά ‘ναστέναξε καί μοναχός του λέει,
(τόν ἀπατόν του δέ ψηφᾶ, καί τά κονάκια κλαίει).
«ἄντζεπ’ ἄν ‘αἵ μέ φτάξουνε σακκούλια πεντακόσια,
νά σιάξω τά κονάκια του, ὡς ἤσανε καί πρῶτα».
Ἐσυντροφιάζασιν τόνε δικολονιές καί ξένοι,
κ’ ἤσαν μιάν ἑβδομηνταριά κ’ οὖλοι ξεδιαλεμμένοι.
φτάνου 'ς τό Φραγγοκάστελο κ’ εἰς τοῦ πασᾶ ‘ποσώνου,
κ’ ἐκεῖνος ἐδιάταξε κ’ εὐτύς τσοί 'ξαρματώνου.
οὔλους τσ’ ἑξαρματώσασι καί τσοί 'μπισταγγωνίζου,
καί τότε δά τό 'νοιώσασι πῶς δέ ξαναγυρίζου.
Οὔλους τσοί πέμπει μαζωχτούς μαζ' ἁλυσσοδεμένους,
πολλά τσ’ ἐβασανίσασι ‘ς τό δρόμο τσοί καϋμένους. 686/1032

‘Ε τό Κάστρο τόν ἐπέψασι τό Δάσκαλο τό Γιάννη,
νά τόν ὑπᾶν εἰς τοῦ πασᾶ ἀπάνω 'ς τό ντιβάνι.
ἐσέρνασι τόνε πολλοί πεζοί καί ἀτιλῆδες,
τό δρόμο δρόμο τσ' ἔβανε τό ξένο ριτζατζίδες.
«κ’ ἄν θέλετ' ἄσπρα δίδω σας, κ' ἄν θέλετε παράδες,
μά ‘γ’ ἀπατατός μου τσ' ἔκοβα τσή μεγαλοβδομάδες.
ἄν θέλετ' ἄσπρα δίδω σας, κ' ἄν θέλετε τσικίνια,
μ.ἅ ‘γ’ ἀπατός μου τά 'κοβα κιανούς δέν εἶχα χρεία».
«Δέν θέλομ’ ἀπού τά’ ἄσπρα σου μουιδ’ ἀπού τό φλουρί σου,
μά 'κεῖνος 'που μᾶς ἔπεψε θέλει τήν κεφαλή σου».
‘Στο Κάστρ’ ὄντε τσ’ ἐβάνασι ‘πού τῷ Χανιῶ τή πόρτα,
μαδιού οἱ Τοῦρκοι τά γένεια τῶν 'σάν τοῦ Μαϊοῦ τά χόρτα.
ἔστεκεν ἡ Τουρκιά νά ἰδοῦν, οὖλοι μιτσοί μεγάλοι,
τσοί πρώτους πωσηκώσασι τοῦ βασιλειά κεφάλι.
Ἐπήγασι τσοί ‘ς τοῦ πασᾶ κ' ἤτονε ραμαζάνι,
«χίλια καλῶς ἐκόπιασες, ἄρχο Δασκαλογιάννη.
καλῶς τωνε τό Δάσκαλο τό πρῶτο τῷ κρουσάρω,
ἀπού μ' ἐμεῖνα κ' ἤλεγα (τσή χῶρες σου θά πάρω).
Καλῶς ἦρθεν ὁ Δάσκαλος μέ τό μεγάλο νάμι,
καί 'σείς οἵ γιάλλοι Σφακιανοί στραθιῶτες καπετάνοι».
Κ' ἀμέσως ἐδιάταξε σκαμιά, γιά νά καθήσου,
φαητό νά τῶνε δώσουσι, κρασί νά τσοί ποτίσου.
κ’ ἐπρόσταξε καί ‘νά καφέ, τοῦ Δάσκαλου τοῦ Γιάννη,
κ’ ἕνα τζιμπούκι γιασεμί χίλια τσικίνια κάνει.
Κ' ἀποκειας τόν ἐρώτηξε, «Δάσκαλε ποῦ νά σώσης;
'πέ μου κ’ ἴντα 'τό γῆ ἀφορμή πόλεμο νά σηκώσης;
Οἱ Σφακιανοί δοσίματα χαράτζια δέν ἐδίδα,
κ’ ἄδικα καί παραδικά γιά σέναν ἐχαθήκα.                714/1032
καί Σφακιανός δοσίματα δέν ἔδιδε ποτές του,
κ' ὁ βασιλειᾶς τῶν τά 'φηνε χατίρι τσή νενές του.
κ' ἄν εἴχετε παράπονα, ἔπρεπε νά τό εἰπῆτε
ἐμένα, 'πού 'μουν ὁ πασάς, καί νά μή σηκωθῆτε.
νά γράψω 'γῶ 'ς τό βασιλειά, καί σεῖς εἰς τή Σουλτάνα,
'ποῦ σᾶς ἀγάπα 'σάν παιδιά δίχως κιανένα πράμμα.
μόνο 'σηκώθης, Δάσκαλε, μέ τόν Μωρηᾶν ἀντάμι,
γιά νά χαθῆ τόσος λαός, καί σύ νά βγάλης νάμι.
τ’ ἀσκέρια τά βασιλικά ν’ ἀδικοσκοτωθούσι,
κ' ἀπού τσή Κρήτης τή Τουρκιά χιλιάδες νά χαθούσι.
'πάνω 'ς τά ὅρη, 'ς τά βουνά, εἰς τσ’ ἔρημες μαδάρες,
χιλιάδες ν’ ἀπομείνουσι γιανίτσαροι κ' ἀγάδες».
Κ' ὁ Δάσκαλος τόνε γροικά, γυρίζει καί τοῦ κάνει,
καπνόν ἀπού τό στόμα τοῦ κ' ἀποῦ τά ρθούνια βγάνει.
«Καλέ, ἴντα ‘ν’ αὐτά, πασά, 'που κάθεσε καί λέεις,
καί τό λαό 'π' ἐχάθηκε περίσσια τόνε κλαίεις ;
Πώπερασαν οἱ γιεκατό ἀπού 'ρθετε 'ς τήν Κρήτη,
κ’ ἐκάμετε τσοί Κρητικούς καί δέν ὁρίζου σπίτι.

μουιδέ καί τσ' ἀπατούς τωνε, μουιδέ καί τά παιδιά τῶν,
μουιδέ καί τή ζωή τωνε, μουιδέ τά πράμματα τῶν.
οὐλημερνίς εἰς τσ' ἐγκαριές, 'ς τά βάσανα καί κόπους,
καί 'σάν τά ζά τσοί διαχνετε, δέν τσοί θωρείτ’ ἀνθρώπους,
καί δέ γυρεύγετ' ἀφορμή, τό γαῖμα τῶν νά πχίτε,
καί νά σκοτώσετε 'Ρωμηό πολλά τό 'πιθυμῆτε.
κ’ ἔναι κ’ ἡ μόνη σας χαρά, νά ἰδῆτε σκοτωμένους,
ξεκοιλιασμένους 'ς τά στενά κ’ αἱματοκυλισμένους.
ἀπού δέ τσοί στιμάρετε μουιδέ ‘σά κλωσοπούλια,
γιά νά τσοί θάψουν ὕστερα τσοί βάνου 'ς τά σακκούλια. 742/1032
καί ἡ γαιτία εἶσται ‘σεῖς, κ’ οἱ γιάνομοι πασάδες,
π’ ἀφῆνετ' ἀχαλίνωτους τσοί γιανιτζαραγάδες.
‘π’ ἀφήνετε τσοί χρισθιανούς σέ τέθοια τυραννία,
ἀπού καί τ’ ἄγρια θεριά ἔχουσιν εὐσπλαχνία.
Ἀλήθεια ‘ναί κ’ οἱ ΣΦακιανοί δοσίματα δέ δίδου,
μουιδέ τή τυραννία σᾶς ἀκόμη δέ γνωρίζου.
μά 'γῶ 'βλεπα τσοί χρισθιανούς ἀπού 'ναί 'ς τό Σουλτάνο
τό πῶς δέν εἶναι τίβοτσι 'ς τόν κόσμο τόν ἀπάνω.

γι’ αὐτόνον ἀποφάσισα τή Κρήτη νά σηκώσω,
κ' ἀπού τά 'νύχια τῷ Τουρκῶ νά τήν ἐλευτερώσω,
πρώτας γιά τή πατρίδα μου, δεύτερο γιά τήν πίστη,
κ’ τρίτο γιά τσοί χρισθιανούς 'που κάθουνται ‘ς τήν Κρήτη
γιατί κ' ἄν ἦμαι Σφακιανός, παιδί τσή Κρήτης εἶμαι,
καί νά θωρῶ τσοί Κρητικούς ‘ς τά βάσανα πονεῖ μέ».
Καί ὁ πασάς χαμογελᾶ τά γένεια τοῦ χαϊδεύγει,
τήν μάνιτά του τή πολλή νά καταπιῆ γυρεύγει.
Πάλι ξαναρωτᾶ τόνε «'Πέ μου Δασκαλογιάννη,
ποιός ἔν’ ἀπώχεις 'ς τό Μωρηά, καί φίλον εἰς τή Μάνη ;
καί 'πέ μου οὔλη τή δουλειά, καί πράμμα πώς πηγαίνει,
καί πῶς σᾶς ἐγελάσασι κ’ ἐχάθητε καϋμένοι ;
'Πέ μου γιά ὅσα σ' ἐρωτῶ καί μά τ' αὐτή τήν ὥρα,
θέ νά σέ πέψω τό εὐτύςς εἰς τῷ Σφακιῶ τή χώρα».
Δέ στέκει ν' ἀφουκράζεται πλειόν ὅ Δασκαλογιάννης,
λέει τοῦ «σώπασε, πασᾶ, μόνον τά λόγια χάνεις,
κομμένο ‘ναί τό δίχτυ σου, τό ψάρι δέν τό πιάνεις,
πασά, κατέχω τό καλά, πῶς θέ νά μ’ ἀποθάνης.

καί λέω σου τό φανερά, οὖλα ἤσαν ἀπό 'μένα,
καί ὅ,τι θέλεις κάμε μου, μή βλάψης πλειό κιανένα.        770/1032

Μ’ ἄν ‘αἵ καί θέλης ἄφησ’ μέ, μία ὥρα δέ μέ φτάνει,
νά παραγγείλλω ‘ς τά Σφακιά μέ τό Μπουνατογιάννη.
νά εἰπῆ τσή Ξαθομάλλινης νά μή μέ περιμένη,
καί νά φορέση φορεσιά μαύρη, σκουτουφλιασμένη,
νά κόψη τά ξαθά μαλλιά, νά χώση τό λαιμόν τσή,
γιά δέν τόν ἑξαναθωρεῖ, ἡ δόλια, τό Γιαννιόν τσή».
Καί ὁ πασάς χαμογελᾶ, κουνεῖ τή κεφαλή του,
ἄφτει καί σβύν' ἡ μούρη του καί τρέμει τό κορμί του.
«Ἄφησε τσή παραγγελιές, Δάσκαλε, γιά τήν ὥρα,
γιατ' ἔχομε λογαριασμό, 'σάν ἦρθες εἰς τή χώρα.
καί ὁ Μπουνάτος 'ς τά Σφακιά ἀκόμη δέν ὑπάει,
καί σέ, καί 'κείνο, Δάσκαλε, τό κύμα θά σᾶς φάη».
«Ἐγώ σου εἶπα, κατέχω τό, πῶς θέ νά μέ χαλάσης,
τσή θάλασσας γῆ τῷ σκυλιῶ ριξέ μέ νά χόρτασης.
Δέν τό 'χω γιά τό χαλασμό, κ’ ἐχαλαστήκαν κ' ἄλλοι,
μά τό 'χω γιά τσοί χρισθιανούς καί τῷ Σφακιῶν τό χάλι.
τό ‘χῶ γιά τόσες φαμελιές, ἀπ’ ὀρφανές θά μείνου,
κ’ αὐτές ‘πωσκλαβωθήκασι καί Τούρκικες θά γείνου.
καί γιά τσοί τόσους Σφακιανούς, ‘πού δέ μ’ ἀφουκραστήκα,
κ’ ἤρθασιν εἰς τά χέργια σου, ‘ς τό μακελειό κ’ ἠμπήκα.
Μ’ ὥστε νά στέκουν τά Σφακιά, καί Σφακιανοί νά ζιούσι,
τσοί Τούρκους θά τσοί πολεμοῦ, νά μᾶς ἐδικηωθούσι».
Καί ὁ πασάς τόνε γροικά, τ’ ἀχείλια τοῦ δαγκάνει,
τά ‘σωθικά τοῦ χοχλακοῦ καί βράζουν ‘σάν καζάνι.
τουρκολογά κ’ ἀγριεύγεται, ἡ γιόψι τοῦ μαυρίζει,
γδαρτόν νά τόνε κάμουσι ἀμέσως διορίζει. 796/1032
«Γιά ἰδέτε τό γκιαούρμπασι πού θέ ν' ἀποκοτήση,
καί μέσα 'ς τό σεράγι μου γιά νά μέ φοβερίση.
‘γλήγορα πάρετε τόνε νά φύγ' ἀπό 'μπροστά μου,
νά τόν ἰδῶ δίχως πετζί, νά δροσιστ' ἡ καρδιά μου».
Κ’ ἄπ’ ἤς ἀπόπιε τόν καφέ, τοῦ πέρνουν τό τζιμπούκι.
πιάνουν καί καταιβάζουν τόν κάτω 'ς τό γιμουρούκι.      802
κ' ἄπ' ἤς ἀπόπιε τό καπνό, κ' ἤπιε καί τόν καφέν του
λουρίδες τήν ἐβγάλασιν οἱ σκύλοι τήν προβέν του.
κ' ὄντε τόν ἀπογδέρνασι, ἔτριξ' ἡ μιά του χέρα,
καί τότες ἐτουρκεύγασι τή μιάν του θυγατέρα.
τουρκεύγου καί τήν ἄλλην τοῦ χανούμισσα τήν κάνου,
καί ἐρώτα γιά τόν κύρι τσή, ἴντα τόν ἀποκάνου.
Κάτω 'ς τό γλέντι κάθεται μέ κ’ ἄλλα παλληκάρια,
(κ’ ἐκεῖνο τόν ἐτρώγασι τσή θάλασσας τά ψάρια).
Δασκαλογιαννοποῦλες μου ἔτσα 'τονε γραφτό σας,
Τούρκας παιδί νά μυριστῆ τσή νειότης τόν ἀθό σας.

ἀντζεπα νά βαστάξετε Τούρκισσες νά γενῆτε,

καί Τούρκους νά βυζάξετε, παιδιά σας νά τσοί ‘πεῖτε ;

‘που σᾶς ἁρπάξα 'σάν θεριά 'πού τή γλυκειά σας μάνα,

τόν ἀκριβό τόν κύρι σας 'σάν 'ρίφι τόν ἐγδάρα !
ἀντζεπα νά 'λογιάζετε, τ' ἀμάλαγα κοράσια,
ἀπού σᾶς ἐζηλεύγασι τοῦ Μάϊ τά κεράσια.
ἀρχοντοποῦλες ἀκριβές, ἀφράτα κοπελούδια,
ἀπού σᾶς ἐζηλεύγασιν τ’ Ἀπρίλι τά λουλούδια.

ἐσεῖς κοπέλες Σφακιανές, κρίνα ξεφουντωμένα,
γιά νά σᾶς ἐμαράνουσι κανάκια μολυσμένα.
Τό Δάσκαλον ἐγδάρασι κ' ἄλλους πολλούς ἐπνίξα,
καί τσ' ἄλλους τσ’ ἀποδέλοιπους εἰς τή φυλακή τσ’ ἐρρίξα. 824/1032
καί ὁ πασάς ἐπρόσταξε καλά νά τσοί σφαλίξου,
νά κάμουσι χρόνους ἑφτά κ’ ὄξω νά μή ξανοίξου.
μόνον ὄσ' ἐμπατήρασι κ’ εἶναι καί διαβασμένοι,
θά 'νοιώσουν ἴντα 'πάθασιν εἰς τό Κουλέ οἱ καϋμένοι.
πρώτας τσ' ἐμαγκλαβίζασι κ' εἰς τή φλακή τσ' ἐβάνα,
σίντερα χεροπόδαρα μεγάλα τῶν ἐβάνα.
καί καθ' ἀργά τσ' ἐβγάνασι 'σάν ἤθελε νυχτώση,
κ' εἰς τή δουλειά τσ' ἐρρίχνασιν, ὥστε νά 'ξημερώση.
Καί οὔλη νύχτα 'ς τή δουλειά καί τό ψωμί 'λιγάκι,
γιά νά μήν ἔχουν νάκαρα νά τρέχουν εἰς τό γλάκι.
γιατ' ἐφοβάτον ὁ πασάς τόσ' ἄξια παλληκάρια,
νά μή τοῦ σπάσου τή φλακῆ, καί νά 'χου καί ποδάρια
νά πάρου δίπλα τσῆ κορφές εἰς τά Σφακιά νά ὑπάσι,
νά μήν 'μπορέση κ' ἄλλη μιά γιά νά τσοί ξαναπιάση,
καί τρεῖς χρόνους ἐκάμασι 'ς τό σκότος φλακιασμένοι,
ὤστ' ἀπού 'σπάσα τή φλακή, καί ἕνας ἕνας βγαίνει.
ἐφύγαν κ’ ἐγλυτώσασιν, ὅσους δέν ἐσκοτώσα,
γιατ' oι βαρδιάνοι τσ' εἴδασι ντελόγκως καί τσ' ἐνοιῶσα.
Κ’ ἐπροπατοῦσα κάθ' ἀργά, μέ τσή πληγές 'ς τά πόδια,
καί πέντε ‘μέρες κάνουσι 'ς τά δάση κ' εἰς τά ὅρια.
κ’ ἐπῆγαν εἰς τοῦ Γέργερη, 'ς τοῦ Βαγιανοῦ τό σπίτι,
κ’ ἐκεῖνος τσ' ἀποδέχτηκε 'σάν διαχνουν εἰς τή Κρήτη.
ψωμί στιβάνια καί πετζιά τῶν δίδει νά βαστούσι,
νά 'χούσ' ἐκεῖ 'που πηαίνουσι κ' ἐκεῖ 'που προπατούσι.
Καί παίρνει τσοί καί μοναχός, βγάνει τσοί 'ς τό Κουδούνι,
καί πάει τσοί καί βγάνει τοί 'ς τή τρύπα τοῦ Κουρμούλη.    850/1032

καί ‘μέρες δεκατέσσερεις ἐκάμαν εἰς τή τρύπα,
τό ‘ξακουστό Πρωτόπαπα, ἐκεδά τόν ἀφήκα.
ὅσοι κ’ ἄν εἶστε χρισθιανοί καί βλέπετε τόν ἥλιο,
κλάψετε τό Πρωτόπαπα κ’ ἀπόθανε 'ς τό σπήληο.
κλαῖτε κ’ τσ' ἄλλους Σφακιανούς 'π' ἀπόμεινα ‘ς τσοί δρόμους
ἀπού τά χάλια, 'πού 'χασι ‘ς τά σίντερα, τσοί βρώμους,
καί τό Μιχαλιουδόπαπα 'πού 'ς τή φυλακή 'κουτσάθη,
κ’ ἀπομεινεν εἰς τόν Κουλέ, κ’ ἐτέλειωσε 'ς τά πάθη.
Πέμπουσι 'ς τά Σφακιά σαή, νά ὑπάη τά χαμπάρια,
νά ὑπάσι νά τσοί παρουσι, νά σέρνου καί μουλάρια.
ἕναν Ἀνωγιανόπουλο τό Γεώρη τό Σουλτάτο,
αὐτόν ἐπέψα 'ς τά Σφακιά κ’ ἔδωκε τό μαντάτο.
ἐπήγασι κ' ἠπήρα τσοί, μά 'λίγους πλειό τσ’ εὕρηκα,
κ’ ἐκείνους ἀπώβρηκασι, κακή ζωή τήν εἶχα.
Καί ποιός 'μπορεί νά δηγηθῆ οὖλα τά βάσανα τῶν,
τά νυχτοπαραδάρματα καί τά σκοντάμματα τῶν ;
πώπροπατουσα κά0' ἀργά τσή νύχτας οὖλες τσ' ὧρες,
ὥστε ‘πού ν’ ἀποσώσουσι ‘ς τοῦ Πρέβελ' ἀπό πόδες
τό Φοινικιά 'περάσασιν 'ς τά Χάλαρα κ’ ἐφτάξα,
κ’ ἐκ’ ἐξεκουραστήκασι καί τό Θεό ‘δοξάσα.
'ς τ’ ἅγι-Ἀντωνιοῦ τό ποταμό εἰς τήν ἐληά 'πό κάτω,
κ’ ἐκ’ ἐξεκουραστήκασιν κ' ἤπια νερό δροσάτο.
Εἰς τά Σφακιά 'ποσώπασι καί 'πάν εἰς τά χωριά τῶν,
μά πού νά 'βρού γυναῖκες τῶν, καί πού νά 'βρούν παιδιά τῶν.
‘που τρεῖς χρόν' ἐπεράσασι ‘πού τά ‘ξεχωριστῆκα,
κ’ ἄλλα ‘πεθάνα 'ς τά βουνά κ’ ἄλλα σκλάβ' ἐπιαστήκα,
κ’ ἐπέρασε τῶν ἤ χαρά πῶς ἐξεσκλαβωθήκα,
γιατ’ ἄλλα πάλι βάσανα, κ' ἄλλοι καϋμοί τσ' ευρήκα, 878/1032
ἀγνώριστα 'βραν τά Σφακιά, τσή γειτονιές ξεχνούσι,
κ’ ὄνειρο τῶν ἐφαίνετο ἐκεῖ ‘πού τσή θωρούσι,
κιανένα σπίτι πού καί πού ἀνατροχαλιασμένο,
καί 'σάν μιτατοκάθισμα χτισμένο σκεπασμένο.
Πείνα, καί φτώχια, κ’ ἐρημιά, κλάϋματα, μοιρολόγια,
ἀκούουσιν εἰς τσή Γιαλιές καί βλέπουν εἰς τ’ Ἀγόρια.
ἀναστενάζου θλιβιερά καί κλαίσι βουρκωμένα,
πῶς ἀποδώκα τά Σφακιά τά πολυοπαινεμένα.
ἀπού εἶχα χώραν καί χωριά, κονάκια καί σεράγια,
κ’ ἄντρες λεβέντες 'ς τή θωριά, κ’ εἰς τή καρδιά λειοντάρια.
'ποῦ εἴχασι νειούς γιά τ’ ἅρματα, γέρους νά συβουλεύγου,
καί γεροντάδες κ' ἄρχοντες ἄξιους νά δασκαλεύγου.
νοικοκυράδες τοῦ σπιθιοῦ καμῶτρες γιά τή ρόκα,
γερόντισες νά κάθουνται νά ξαίνουν εἰς τή πόρτα.
ἀνυφαντοῦδες γνωστικές νά κάνου τό διασίδι,
κοράσια γιά τό ξόμπλιασμα^ καί νειές γιά τ’ ἀργαστήρι.
κοράσια 'σάν τά κρυά νερά, ‘σάν τσοί κρυγιούς ἀγέρες,
'πώρχιουντα 'σάν τά μάροπα κάθα καλές ἡμέρες.
ἄπ' οὖλα ξόμπλια, καί δουλιές, κάθε γιορτήν ἀφῆνα,
κ' ἠπαίνασι 'ς τήν ἐκκλησιά, ‘σάν τοῦ βουνοῦ τά κρίνα.
ἀναστενάζου θλιβιερά καί χύνου μαῦρα δάκρυα,
πῶς ἀποδώκα τά Σφακιά τσή ‘Ρωμηοσύνης τ’ ἄκρια.
‘που εἶχα καράβια 'ξακουστά καί ναῦτες ‘παινεμένους,
σέ Πόλι καί σέ Βενεθιά περίσσια 'ξακουσμένους.
δέν ἐδειλιοῦσα πέλαγος, φουρτοῦνες δέν 'ψηφούσα,
καί τά στοιχειά τσή θάλασσας κ’ αὐτάνα τά 'νικοῦσα.
κ’ ἐδά βαρκάκια βλέπουσι σάπια καί τρυπημένα,
εἰς τήν ἀμμούτζα κείτουνται ξερά, χαρβαλιασμένα. 906/1032
ἄντρες γυναῖκες καί παιδιά ‘ς τά μαῦρα βουτημένους,
κ’ ἀπού τά πάθη τά πολλά καί λύπες χλωμιασμένους.
δέ βλέπουσιν ἀρχόντισσες μέ τσή μακριές πλεξοῦδες,
σπαλέτα μέ χρυσόπλεχτα, μέ ξόμπλια βηστιδοῦρες.
καί κορασίδες παχουλές μέ τά γιορταναλίκια,
μουιδέ μέ τσή χρυσομπόλιες, μουιδέ μέ τά καλίκια.
Δέ βλέπου νειούς μέ τ’ ἅρματα ἀσημοκουκλουμένους,
‘ψηλούς καί λυγνομέσιδες, 'σάν βιόλες στολισμένους.
νά γαϋτανίζουν τό χορό, νά λέσι μαντινάδες,
νά σειοῦνται νά λυγίζουνται μέ τόσες ταπεινάδες
καί γέρους κ’ ἀσπρομάλλιδες νά κάθουνται 'ς τή τάβλα,
νά τρῶσι καί νά πίνουσι, νά τραγουδού μεγάλα.
νά λέν τραγούδια τοῦ σκαμνιοῦ καί τοῦ πολέμου βάλη,
κ’ ἡ τάβλ’ ἀπού τή μιά μερέ ν’ ἀντιλαλῆ 'ς τήν ἄλλη.
oι γιεγλεντζέδες ἔπαψαν πάσι οἱ χαροκόποι,
κ’ ἀγνώριστος ἐγείνηκεν ὁ τόπος κ’ οἱ γιαθρῶποι.
Ποῦ εἰν’ οἱ γιάντρες τῷ Σφακιῶ, oι γιάξιοι κ’ ἀντρειωμένοι,
ς' οὖλο τό κόσμο ξακουστοί, περίσσια τιμημένοι;
ποῦ εἰν’ οἱ γιάντρες τῷ Σφακιῶ, οὖλοι μιτσοί μεγάλοι,
ποῦ τώπρωτοσηκώσασι του βασιλειά κεφάλι ;
Δάσκαλε Γιάννη ξακουστέ, Πρωτόπαπ’ ἀντρειωμένε.
‘ς τή γνῶσι καί ‘ς τή φρόνεψι ἀπ' οὔλους 'παινεμένε.
Ἀνώπολι κ’ Ἀράδενα, καί σεῖς Ἀϊγιανιῶτες,
ποῦ ‘ναί τά παλληκάρια σας, οἱ γιόμορφοι παιγνιῶτες;
‘Αγόρια ποῦν ‘ν’ οἱ γιάντρες σᾶς οἵ πολυοπαινεμένοι,
τσή φρονιμάδες κ' εἰς τσ’ ἀντριές ‘ς τό κόσμο ‘ξακουσμένοι;
Ἀσκύφου, ποῦ ‘ν’ οἱ Πάτεροι, αὔτ' οἱ Μαυροπατέροι,
οἱ τιμημένοι 'ς τήν ἀντρειά, τςή Κρήτης τό 'ξαθέρι ; 934/1032


Λεβέντες Καλλικραθιανοί, ν'Ἰμπριῶτες ἀντρειωμένοι,
Γεωργιτζιανοί μου φρόνιμοι, καί κοσμογυρισμένοι ;
Ποῦ εἶστε οἱ Βολουδιανοί τῶν Σφακιανῶν ἀζάδες,
πώκανετε κ’ ἐτρέμασι τσή Κρήτης οἱ πασάδες;
Ποῦ εἶστε οἱ Δασκαλιανοί, κ' ἐσεῖς οἱ Μιχελιάκοι,
καί Βλάχοι καί Σαπόλιδες καί σεῖς οἱ Στρατικάκοι;
Βάρδακοι καί Σκορδύλιδες, καί σεῖς οἱ Κουτρουμπάδες,
‘πού 'χετε 'ς τή παλάμη σᾶς τσοί γιανιτσαραγάδες ;
Ποῦ εἶστε οἱ Σπαντιδιανοί καί Μπούρμπαχοι, καί ἄλλοι ;
καί Χούρδιδες, καί Σφακιανοί οὖλοι μιτσοί μεγάλοι;
Ἄλλους ἔφα' ὁ πόλεμος, κ' ἄλλ’ ἐξενιτευτήκα,
κ’ ἔρημα καί παντέρρημα καί τά Σφακιά τ' ἀφήκα.
ἔρημ’ ἀφήκα τά Σφακιά, κλιτά καί γρυνιασμένα,
καί οὔλ' Ἀγόρια καί Γιαλιές κατατροχαλιασμένα.
Ποῦ εἴν' ἡ χώρα τῷ Σφακιῶ μέ τά πολλά καράβια,
μέ τσ' ἑκατό τσή τσ' ἐκκλησιές, τά πλούσια τά σεράγια ;
τό Μεσοχώρ’, ὀμπρός Γιαλός, τό θόλος, τοῦ Γεωργίτση,
οὖλα 'γενήκατε σωρός, καί δέν βγορίζει σπίτι.
Λιβανιακά, κ’ Ἀνώπολι, Μουρί, καί Κωμητάδες,
ποῦ εἶναι τά κονάκια σας, χαμόσπιτα κ ὀντάδες ;
Ἀϊ-Γιάνννη, Ἀράδενα, Λουτρό, κ’ ἅγια-'Ρωμέλη,
‘πού τά καράβια 'κάνασιν οἱ Σφακιανοί Μαρνέροι,
Βρασκά, Βουβά, καί Πατζιανέ, κ' Ἀγόρια τά δικά σας,
ποῦ εἶναι οἱ γιοντάδες σᾶς τά καμαρόσπιτά σας ; 958/1032
οὖλα 'γινήκα τρόχαλος καί ποιός νά τ’ ἀναχτίση,
‘πώπιασαν οἱ νοικοκυροί Ἀνατολή καί Δύσι ;
γιά δέ τῶν ἔκανε καρδιά τσοί Τούρκους νά γροικούσι,
κ' ἄλλοι 'ς τόν Ἄδ’ ὑπήγασιν, ἐκεῖ καί κατοικούσι.
καί 'κεῖνοι 'ποῦ 'πομείνασι 'σάν 'ξωτικοί γυρίζου,
κ' ὄρεξι δέν τῶν κάνει πλειό, 'σάν πρώτας νά καθίζου.
μουιδέ 'ς τόν νοῦν τῶν τό 'βαναν μουιδέ 'ς τό λοϊσμόν τῶν,
πῶς θέ νά δώσουσι βεργί 'ς τό Τοῦρκο τόν ἐχθρόν τῶν.
μάντα νά κάμουν οἱ φτωχοί, κακός ἔναι κ’ ὁ ζόρες,
αὐτοί καλά τό 'λόγιασαν νά παρουσι τσή χῶρες.
Κ’ ὄντιμας δέν ἠμπόρεσαν δέν ἔναι καί 'ντροπή τῶν,
μόνο πῶς τήν ἐπάθασιν ἀπού τή κεφαλή τῶν
γιατί δέν εἶχαν ἀφορμή μονάχοι τῶν ἐζιοῦσα,
‘ς τά χώματα τωνε, ποτέ Τοῦρκοι δέν ἐπατοῦσα
δοσίματα δέν ἔδιδα, μουιδ’ ἐγγαριές ἐκάνα,
τά δύο τῶν πόδια τῶν Τουρκῶν 'ς ἕνα παπούτ’ ἐβάνα.
Εἶχαν καί τά καραβιά τῶν, 'που τῶν ἐκουβαλοῦσα,
‘σᾶν μπέηδες καί πρίντζιπες εἰς τά Σφακιά 'περνοῦσα.
κ’ ἤθελα τό συλλογιαστού καλά νά τό μετρήσου,
οὔλους τσοί Τούρκους μοναχοί πῶς θά τσοί πολεμήσου.
κ’ ὁ Μόσκοβος κ’ ἄν ἤτονε 'ς τή Γαῦδο γιά νά φτάξη,
ἐτόσο μύθος καί Τουρκιά, ἤθελε τσοί ρημάξη.
καί δίχως νά τήν κάμουσι τή Κρήτη ρωμηοσύνη,
νά τά ξεβγάλου τά Σφακιά δέν ἦτο δικηοσύνη.
μά 'κλείσασι τά μμάθια τῶν γιατί βαρειά 'πονούσα,
νά βλέπουσι τσοί Κρητικούς τά χάλια ‘ποῦ ‘περνοῦσα;
κ’ ἐμοιάσασι τοῦ μέρμηγκα, ‘ποῦ λέ’ ἡ παροιμία,
τό πῶς «'σάν τ’ ὀργιστ' ὁ Θεός τόν κάνει 'σάν τή μυίγια 986/1032
φτερά τοῦ δίδει καί πετᾶ καί τή φωλειά τ’ ἀφήνει,
καί ‘βρίσκει τόνε τό πουλί καί τόνε καταπίνει».
‘Εγ’ Ἀναγνώστης τοῦ Παπᾶ ὁ Σήφης τοῦ Σκορδύλη,
αὐτά 'που σᾶς δηγήθηκα μέ γράμμα μέ κοντύλι,
ἀρχινηξα καί τά 'γραφα 'λιγάκι κάθα ‘μέρα,
κ’ εἰς τή Παπούρα 'κάθου μου 'ς τό Γκίβερτ’ ἀπό πέρα.
εἰς τή Παπούρα 'κάθου μ,οὐ γιατί ἠμου 'γγαλονόμος,
καί μέ τόν μπάρπα Πανζελιό, ἀποῦτον τυροκόμος.
ἐγώ ἐκράθιου τό χαρτί κ’ ἐκράθιου καί τή μπένα,
κ’ ἐκεῖνος μου δηγάτονε καί τά 'γραφά ‘νά ἕνα,
ἐκεῖνος μου δηγάτονε τό Δάσκαλο τό Γιάννη,
τά 'μμάθια τοῦ δακρύζουσι, ‘σάν τόν ἀναθιβάνη
ἡ γιομιλιά τοῦ κόβγεται, συλλογιασμοί τόν πιάνου,
καί μαύρους ἀναστεναγμούς τά 'σωθικά τοῦ βγάνου.
Πόσα καί πόσα βάσανα, πόσες καί πόσες λύπες,
τώρχουντα 'ς τό συλλογισμό, πόσοι καϋμοί καί πρίκες !
Ν’ ἀναστορᾶται μονομιᾶς τοῦ Καστελιοῦ τσ' ἀνθρώπους,
τσοί χωριανούς τοῦ κ’ ἐδικούς, τσοί φίλους καί συντρόφους
Ν’ ἀναστορᾶται τά Σφακιά τσ' ἄντρες καί τά καλά τῶν,
τά πάθη καί τά χάλια τῶν, καί τ’ ἀποδόματα τῶν. 1006/1032
Τραγουδιχτά μου τά 'λεγε γιατ' εἶναι ριμαδωρος,
γιατ' ἔχει κ’ ἀπού τό Θεό καί τό μεγάλο δῶρος.
ὅσα δέν εἴδ’ ἐκάτεχε κ’ ὅσα εἶδε δέ τά ‘ξέχνα,
γιατ' ἔχει καί 'θυμητικό καλλίτερ' ἀπό μπένα.
Καί ποιός 'μπουρεί νά δηγηθῆ ἐκεῖνα 'πού θυμᾶται,
κ' εἰς τό τραγούδι νά τά εἰπῆ ἐκεῖνα 'που δηγᾶται;
πολλά εἰδασι τά 'μμάθια τοῦ κ’ ἀκούσασι τ’ αὐθιᾶ του,
καϋμένα χείλη, βάσανα, ἀσπρίσαν τά μαλλιά του.
Τά χίλια ὀχτακόσια δέν ἔφταξε τό ἔτος,
ἐκ τοῦ Δασκάλου τόν καιρό δεκάξε χρόν’ ὀφέτος,
'ποῦ 'βάστου ‘ς τό σακκούλι μου, μπένα, χαρτί, μελάνη,
καί τό τραγούδι τό 'γραψα τοῦ Δάσκαλου τοῦ Γιάννη.
μ’ ἄν ἤν τά γράμματα σφαλτά, τά λόγια δίχως χάρι,
‘σᾶν τυροκόμου μάθησι καί μπένα μιτατάρη,
ἄν ἤν τά γράμματα σφαλτά τά λόγια ‘μπερδεμένα,
συμπάθει ὅσοι τ’ ἀκούετε δέν ἔναι κ’ ἀπό μένα,
‘σᾶν αἰγιδάρης ὁ φτωχός 'πό κάτ' ἀπού τό πρίνο,
τό 'γραψα 'σάν ἐκάτεχα, τῷ γνωστικῶ τ' ἀφήνω.
νά τραγουδούσι θλιβιερά οὖλοι μιστοί μεγάλοι,
νά τόνε κλαῖν τό Δάσκαλο, καί τῶν Σφακιῶ τό χάλι.
καί νά μή λέη καί κιανεῖς γιά τά γραφόμενά μου,
ἄλλοι τά δηγηθήκασι πιλειά προτήτερά μου,
κ' αὐτός ὁ μπάρπας Παντζελιός ἐδά ‘ς τά γεραθειά του,
‘που τά εἰδασι τά ‘μμάθια τοῦ κ’ ἀκουσᾶν τά τ’ αὐθιᾶ του.
κ’ εἶχε καί 'πιθυμιά πολλή πάντα νά τά δηγᾶται,
'σάν τό ψαλτήρ’ ὁ δάσκαλος, ἀπόξω νά θυμᾶται. 1032/1032

Πηγές.... www.e-sfakia.